-
1 αποτελειώνω
[-й (ο)] μετ.1) заканчивать, доводить до конца;αποτελειώνω τό έργο πού άρχισα — завершать начатое дело;
αποτελειώνω τό σχολείο — заканчивать школу;
2) перен. приканчивать; покончить (с кем-чем-л.) -
2 αποτελειώνω
1) abreuvoir2) accordeur -
3 finish off
1) (to complete: She finished off the job yesterday.) ολοκληρώνω,αποτελειώνω2) (to use, eat etc the last of: We've finished off the cake.) αποτελειώνω3) (to kill (a person): His last illness nearly finished him off.) ξεκάνω -
4 довершить
-шу, -шишьρ.σ.μ.αποτελειώνω, αποπερατώνω, αποτερματίζω, αποσώνω, νετάρω, ξενεταρίζω.αποτελειώνω, αποπερατώνομαι, τερματίζομαι. -
5 довязать
-вяжу, -вяжешь ρ.σ.μ.1. αποπλέκω, αποτελειώνω το πλέξιμο.2. αποδένω, αποτελειώνω το δέσιμο. -
6 довести
довести 1) (проводить) συνοδεύω· οδηγώ (сопровождать)' я вас доведу до... θα σας συνοδέψω ως (или μέχρι)...· 2) (до кокого-л. состояния) κάνω να...· \довести дело до* * *1) ( проводить) συνοδεύω; οδηγώ ( сопровождать)я вас доведу́ до... — θα σας συνοδέψω ως ( или μέχρι)
2) (до какого-л. состояния) κάνω να…довести́ де́ло до конца́ — αποτελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω
довести́ до отча́яния — κάνω έξω φρενών
••довести́ до све́дения — ενημερώνω, πληροφορώ
-
7 добивать
добиватьнесов (приканчивать кого-л.) σπάζω, σπάνω, καταθρυμματίζω, ἀποτελειώνω, συντρίβω τελειωτικά. -
8 доводить
доводитьнесов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:\доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:\доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:\доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος. -
9 договаривать
договариватьнесов τελειώνω τήν ὀμι-λία[ν], ἀποτελειώνω τό[ν] λόγο[ν] μου:не \договаривать до конца μασῶ τά λόγια μου, δέν τά λέω ὀλα. -
10 доконать
доконатьсов разг ἀποτελειώνω, ξεκάνω / ἀφανίζω (погубить). -
11 дорабатывать
дорабатыватьнесов, доработать сов (заканчивать) ἀποτελειώνω, φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνω ἐργασία[ν]:\дорабатывать проект διορθώνω καί τελειώνω τό σχέδιο. -
12 досказать
досказатьсов, досказывать несов (рассказ и т. п.) ἀποτελειώνω τήν ὀμιλία[ν], τόν λόγο[ν], τήν ἀφήγηση:не \досказать до конца δέν ἀφηγούμαι ὡς τό τέλος, δέν τά λέω ὀλα. -
13 завершать
заверш||атьнесов ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρω είς πέρας. -
14 заканчивать
заканчиватьнесов τελειώνω (μ-τ.), ἀποτελειώνω, φέρω εἰς πέρας. -
15 покончить
покончитьсов ἀποτελειώνω:\покончить с чем-либо ξεμπλεκω μέ...· \покончить раз и навсегда τελειώνω μιά γιά πάντα· ◊ \покончить с собою, \покончить жизнь самоубийством αὐτοκτονώ. -
16 прикалывать
прикалыватьнесов1. (булавками) καρφιτσώνω, στερεώνω, πιάνω μέ καρφίτσα·2. (прикончить) ἀποτελειώνω, σκοτώνω μέ τή λόγχη. -
17 приканчивать
приканчиватьнесов (убивать) разг ἀποτελειώνω, σκοτώνω. -
18 αποτερματίζω
μετ. см. αποτελειώνω 1 -
19 polish off
(to finish: She polished off the last of the ice-cream.) αποτελειώνω -
20 доконать
[ντακανάτ'] ρ. αποτελειώνω
См. также в других словарях:
αποτελειώνω — αποτελειώνω, αποτέλειωσα και αποτελείωσα, αποτελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποτελειώνω — (AM ἀποτελειῶ, όω) 1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω 2. θανατώνω 3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος 4. πεθαίνω αρχ. μσν. οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα αρχ. 1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα 2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος… … Dictionary of Greek
αποτελειώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάποιο έργο: Χτες αποτέλειωσα την εργασία που είχα να κάμω στα Νέα Ελληνικά. 2. καταστρέφω, αφανίζω: Σταμάτα πια να χτυπάς το παιδί, θα τ αποτελειώσεις. Ουσ. αποτέλειωμα, το ατος, ή αποτελειωμός, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσκοτώνω — αποτελειώνω τον φόνο, δίνω το τελειωτικό χτύπημα … Dictionary of Greek
προσαπεργάζομαι — Α αποπερατώνω, αποτελειώνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεργάζομαι «αποτελειώνω»] … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
απακριβούμαι — ἀπακριβοῡμαι ( όομαι) (Α) Ι. παθ. 1. υφίσταμαι λεπτομερή επεξεργασία από κάποιον, γίνομαι τέλειος 2. (μτχ.) ἀπηκριβωμένος (για πρόσωπα) αυτός που γνωρίζει κάτι με ακρίβεια II. μέσ. (στη γλυπτική) αποτελειώνω, κάνω κάτι τέλειο … Dictionary of Greek
απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… … Dictionary of Greek
απεργάζομαι — (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω) Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό αρχ. μσν. καθιστώ αρχ. 1. αποτελειώνω κάτι 2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες 3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας 4. προξενώ, δημιουργώ 5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο 6. εξοφλώ… … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω … Dictionary of Greek