-
1 некультурный
-
2 неполитичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαπολίτιστος•неполитичный человек απολίτιστος άνθρωπος•
-ое обращение απολίτιστη συμπεριφορά.
-
3 малокультурный
малокультурныйприл ἀπολίτιστος/ ἀπαίδευτος, ἄξεστος (невоспитанный). -
4 некультурность
некультурностьж ἡ Ελλειψις κουλτούρας:проявить \некультурность δείχνω Ιλλειψη κουλτούρας, φαίνομαι ἀπολίτιστος. -
5 некультурностьый
некультурность||ыйприл ἀπολίτιστος, χωρίς κουλτούρα, ἀδιαπαιδαγώγητος. -
6 неучтивый
неучтивыйприл ἀσεβής, ἀγενής, ἀπολίτιστος, σκαιός. -
7 вандал
-а α.1. Βάνδαλος.2. καταστροφέας έργων τέχνης. || απολίτιστος, καθυστερημένος. -
8 варвар
-а α.1. Βάρβαρος.2. απολίτιστος, αμόρφωτος. || άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, άγριος. -
9 варварский
επ.1. βαρβαρικός.2. απολίτιστος. || σκληρός, άγριος, απάνθρωπος. || ακαλαίσθητος, άτεχνος, χοντροκομμένος. -
10 грубиян
-а α. -ка, -и θ. αγροΐκος, ανάγωγος, αγενής, απολίτιστος, -η. -
11 деревенщина
-ы θ. α. κ. θ. (απλ.) περιφρ. χωριάτης, -ισσα (άξεστος, απολίτιστος). -
12 дикарь
-я α., -ка, -и θ. άγριος άνθρωπος, άγρια γυναίκα. || άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος. || ακοινώνητος άνθρωπος, αγρίμι, αγριάνθρωπος. -
13 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
14 дубовый
επ.1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•
-ые двери δέντρινες πόρτες•
-ая роща μικρός δρυμώνας.
2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•-ые яблоки σκληρά μήλα.
-
15 животное
-ого ουδ.1. ζώο, κτήνος•безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•
домашние -ые κατοικίδια ζώα•
хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•
млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•
двухногое животное δίποδο ζώο•
вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•
всеядное животное παμφάγο ζώο•
сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.
|| ζωική ύπαρξη.2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας. -
16 лапотник
-а α.-ца, -ы θ.τσαρουχάς, τσαρουχοποιός, τσαρουχοπωλητής. || αυτός που φορά τσαρούχια. || μτφ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, καθυστερημένος. -
17 лапотный
επ.1. για τσαρούχια•-ое лыко οι φλούδες φυτών για τσαρούχια.
2. καθυστερημένος, αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος. -
18 лапоть
-птя, γεν. πλθ. -ей α.1. τσαρούχι πλεκτό (από φλούδες φυτών ή χοντρών σχοινιών).2. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, άξεστος, καθυστερημένος, απολίτιστος. -
19 мужиковатый
επ., βρ: -ват, -а, -оμουζίκικος, χωριάτικος. || άξεστος, απολίτιστος. -
20 мужлан
-а α. (απλ. παλ.) αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απολίτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι πολιτισμένος, ο βάρβαρος, ο αγροίκος: Με το φέρσιμό του έδειχνε πως ήταν άνθρωπος απολίτιστος, χυδαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολίτιστος — η, ο ο μη πολιτισμένος, ο άξεστος, ο βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πολιτισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… … Dictionary of Greek
αγριάνθρωπος — ο (Α ἀγριάνθρωπος) και αγριάθρωπος, ο (Ν) άνθρωπος που ζει σε άγρια κατάσταση, μακριά από κατοικημένους τόπους, σε δάση και ερημιές, απολίτιστος νεοελλ. 1. άνθρωπος που η ψυχή και οι τρόποι του ταιριάζουν σε άγριο, τραχύς, άξεστος, αιμοβόρος 2.… … Dictionary of Greek
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
αδιαπαιδαγώγητος — η, ο [διαπαιδαγωγώ] αυτός που δεν διαπαιδαγωγήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθεί, να τού δοθεί η κατάλληλη αγωγή, αμόρφωτος, απαίδευτος, απολίτιστος … Dictionary of Greek