-
1 αμόρφωτος
[аморфотос] εκ. необразованный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμόρφωτος
-
2 невежественный
-
3 некультурный
-
4 необразованный
-
5 малоразвитый
малоразвит||ыйприл1. (физически) ἀτροφικός·2. (о промышленности и т. п.) καθυστερημένος:\малоразвитыйые страны οἱ ὑποαναπτυγμένες χῶρες, οἱ ὑποανάπτυκτες χῶρες, οἱ καθυστερημένες χῶρες·3. (не-достатсчно образованный) ἀμόρφωτος. -
6 необразованный
необразованныйприл ἀγράμματος, ἀμόρφωτος, ἀμαθης. -
7 неразвитой
неразвитойприл μή ἀνεπτυγμένος, ἀδύνατος, ἀτροφικός / καθυστερημένος, ἀμόρφωτος (о человеке). -
8 неуч
неучм разг ὁ ἀμαθης, ὁ ἀμόρφωτος. -
9 необразованный
[νιαμπραζόβαννυϊ] εκ. αμόρφωτος, αγράμματος -
10 необразованный
[νιαμπραζόβαννυϊ] επ αμόρφωτος, αγράμματος -
11 варвар
-а α.1. Βάρβαρος.2. απολίτιστος, αμόρφωτος. || άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, άγριος. -
12 дикарь
-я α., -ка, -и θ. άγριος άνθρωπος, άγρια γυναίκα. || άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος. || ακοινώνητος άνθρωπος, αγρίμι, αγριάνθρωπος. -
13 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
14 малоразвитый
επ., βρ: -вит, -а, -о κ. малоразвитой βρ: -развит, -а, -о.1. ατροφικός.2. υπανάπτυχτος•-ые страны υπανάπτυχτες χώρες.
3. καθυστερημένος, αμόρφωτος. -
15 мужик
-а α.1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•умный мужик έξυπνος άνθρωπος.
|| ενήλικος παντρεμένος.3. σύζυγος, άντρας. -
16 невежда
-ы α. κ. θ. αμόρφωτος, αμαθής, αγράμματος• ξόανο, ξύλο απελέκητο, σκράπας•невежда в географии αγεωγράφητος•
невежда в истории ανιστόρητος•
невежда в математике σκράπας στα μαθηματικά•. невежда в химии τούβλο στη χημεία.
-
17 невежественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о; αμόρφωτος, αγράμματος, αστοιχείωτος, αμαθής. || ανίδεος, ανήξερος, αδαής. || του αγράμματου, του αμόρφωτου•-ое отношение συμπεριφορά αμόρφωτου•
-ое суждение κρίση αγράμματου.
-
18 неинтеллигентный
επ., βρ: -тен, -тна, -оο μη διανοούμενος• αμόρφωτος, απολίτιστος. -
19 необразованный
επ.αμόρφωτος, αγράμματος, αμαθής, άμοιρος παιδείας. -
20 неотёсанный
επ., βρ: -сан, -санна, -санно.απελέκητος•неотёсанный камень απελέκητη πέτρα.
|| μτφ. αμόρφωτος, άξεστος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμόρφωτος — not formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμόρφωτος — η, ο (Α ἀμόρφωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής, 2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος αρχ. αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο… … Dictionary of Greek
αμόρφωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει μορφή, ασχημάτιστος: Η ύλη αρχικά ήταν αμόρφωτη. 2. απαίδευτος, ακαλλιέργητος: Έχει μεγάλη περιουσία, αλλά είναι αμόρφωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμορφώτως — ἀμόρφωτος not formed adverbial ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρφωτον — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc sg ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτοις — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτου — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτους — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτων — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen pl ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτῳ — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρφωτα — ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)