Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμόρφωτος

См. также в других словарях:

  • ἀμόρφωτος — not formed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμόρφωτος — η, ο (Α ἀμόρφωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής, 2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος αρχ. αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • αμόρφωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει μορφή, ασχημάτιστος: Η ύλη αρχικά ήταν αμόρφωτη. 2. απαίδευτος, ακαλλιέργητος: Έχει μεγάλη περιουσία, αλλά είναι αμόρφωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμορφώτως — ἀμόρφωτος not formed adverbial ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόρφωτον — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc sg ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορφώτοις — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορφώτου — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορφώτους — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορφώτων — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen pl ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορφώτῳ — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόρφωτα — ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»