Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αποδεχομαι

См. также в других словарях:

  • αποδέχομαι — αποδέχομαι, αποδέχτηκα και αποδέχθηκα βλ. πίν. 32 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποδέχομαι — accept pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδέχομαι — (AM ἀποδέχομαι) 1. δέχομαι, παραδέχομαι 2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση 3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω 4. υποδέχομαι 5. ανέχομαι αρχ. μσν. 1. περιμένω 2. συμπεριφέρομαι φιλικά μσν. επιθυμώ αρχ. 1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου 2. επιτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • αποδέχομαι — χτηκα 1. δεν αποκρούω, δέχομαι: Αποδέχτηκε το δώρο του και τον ευχαρίστησε. 2. συμφωνώ, εγκρίνω: Του τηλεφώνησα ότι αποδεχόμαστε την πρότασή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδέχεσθε — ἀποδέχομαι accept pres imperat mp 2nd pl ἀποδέχομαι accept pres ind mp 2nd pl ἀποδέχομαι accept imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεδεγμένον — ἀποδέχομαι accept perf part mp masc acc sg ἀποδέχομαι accept perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεδέγμεθα — ἀποδέχομαι accept perf ind mp 1st pl ἀποδέχομαι accept plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεξαμένων — ἀποδέχομαι accept aor part mid fem gen pl ἀποδέχομαι accept aor part mid masc/neut gen pl ἀποδείκνυμι point away from aor part mid fem gen pl (ionic) ἀποδείκνυμι point away from aor part mid masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεξομένων — ἀποδέχομαι accept fut part mid fem gen pl ἀποδέχομαι accept fut part mid masc/neut gen pl ἀποδείκνυμι point away from fut part mid fem gen pl (ionic) ἀποδείκνυμι point away from fut part mid masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεξάμενον — ἀποδέχομαι accept aor part mid masc acc sg ἀποδέχομαι accept aor part mid neut nom/voc/acc sg ἀποδείκνυμι point away from aor part mid masc acc sg (ionic) ἀποδείκνυμι point away from aor part mid neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεξόμεθα — ἀποδέχομαι accept aor subj mid 1st pl (epic) ἀποδέχομαι accept fut ind mid 1st pl ἀποδείκνυμι point away from aor subj mid 1st pl (epic ionic) ἀποδείκνυμι point away from fut ind mid 1st pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»