-
1 απευθύνω
[апэфтино] р. направлять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απευθύνω
-
2 адресовать
-
3 воззвание
воззвание с η έκκληση' обратиться с \воззванием απευθύνω (или κάνω) έκκληση* * *сη έκκλησηобрати́ться с воззва́нием — απευθύνω ( или κάνω) έκκληση
-
4 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι -
5 адресовать
адрес||ова́тьсов и несов ἀπευθύνω, κατευθύνω. -
6 просьба
просьб||аж1. ἡ παράκληση/ ἡ αίτηση (официальная):у меня к вам \просьба θέλω νά σας παρακαλέσω γιά κάτι· обратиться с \просьбаой ἀπευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση· по \просьбае κατά παράκληση, κατ' ἀϊτησιν, τή αἰτήσει. -
7 адресовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. адресованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.στέλλω γράμμα, τηλεγράφημα κ.τ.τ. με διεύθυνση. || κατευθύνω•этого человека -ал ко мне старый друг αυτόν τον άνθρωπο τον έστειλε σε μένα ένας παλαιός μου φίλος.
|| απευθύνω•вопрос -ван к ним το ερώτημα απευθύνονταν σ’ αυτούς.
απευθύνομαι. -
8 извергнуть
παρλθ. χρ. изверг, -ла, -ло; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изверженный, βρ: -жен, -а, -о κ. извергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. αναδίδω, βγάζω, εκπέμπω, εκτοξεύω, εξακοντίζω•вулкан изверг лаву το υφαίστειο έβγαλε λάβα.
|| μτφ. λέγω, εκφέρω, απευθύνω•извергнуть проклятия λέγω κατάρες.
2. αποβάλλω, διώχνω.βγαίνω, εκπέμπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 клич
-а α.κλήση, κάλεσμα• αναφώνηση.кликнуть клич κάνω (απευθύνω) έκκληση. -
10 напутствие
-я ουδ.ευχή σε αναχωρούντα ή εκκινητή (έργου)•обратиться к кому-н. с -ем απευθύνω ευχές σε αναχωρούντα.
-
11 приветствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. (στον παρλθ. χρ. είναι δ.κ.σ.) χαιρετώ, -τιζω απευθύνω χαιρετισμό. || προσφωνώ. || επευφημώ.2. μτφ. εγκρίνω, επιδοκιμάζω•инициативу товарища χαιρετίζω την πρωτοβουλία του συντρόφου•
См. также в других словарях:
απευθύνω — (ἀπευθύνω) νεοελλ. 1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον 2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή») αρχ. 1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ 2. οδηγώ σωστά, διευθύνω 3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ 4. μτφ. διορθώνω,… … Dictionary of Greek
ἀπευθυνῶ — ἀπευθύνω make straight fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απευθύνω — απευθύνω, απηύθυνα και απεύθυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπευθύνω — ἀ̱πευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight aor subj act 1st sg ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight pres subj act 1st sg ἀπευθύ̱νω , ἀπευθύνω make straight pres ind act 1st sg ἀπευθύ̱νω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απευθύνω — εύθυνα, ευθύνθηκα, ευθυσμένος 1. αποτείνω, καταφεύγω: Ο ανακριτής θα απευθύνει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο. – Αποφάσισα να απευθυνθώ για το θέμα αυτό στο υπουργείο. 2. το ουδ. της μτχ. παθ. πρκ. ως ουσ., απευθυσμένο το τελευταίο τμήμα του παχιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπευθυνεῖ — ἀπευθύνω make straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπευθύνω make straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀπευθύνω make straight fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθυνθέντα — ἀπευθύνω make straight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπευθύνω make straight aor part pass masc acc sg ἀπευθύνω make straight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπευθύνω make straight aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθυνοῦσιν — ἀπευθύνω make straight fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀπευθύνω make straight fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀπευθύνω make straight fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀπευθύνω make straight fut ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθυνούσης — ἀπευθύνω make straight fut part act fem gen sg (attic epic) ἀπευθῡνούσης , ἀπευθύνω make straight pres part act fem gen sg (attic epic ionic) ἀπευθύνω make straight fut part act fem gen sg (attic epic) ἀπευθῡνούσης , ἀπευθύνω make straight pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθυνούσῃ — ἀπευθύνω make straight fut part act fem dat sg (attic epic) ἀπευθῡνούσῃ , ἀπευθύνω make straight pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀπευθύνω make straight fut part act fem dat sg (attic epic) ἀπευθῡνούσῃ , ἀπευθύνω make straight pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευθῦνον — ἀπευθύνω make straight pres part act masc voc sg ἀπευθύνω make straight pres part act neut nom/voc/acc sg ἀπευθύνω make straight pres part act masc voc sg ἀπευθύνω make straight pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)