Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συμπεριφέρομαι

  • 1 συμπεριφέρομαι

    [симпэрифэромэ] р. поведение, манеры,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπεριφέρομαι

  • 2 συμπεριφέρομαι ατενώς

    [*][γκρούμπαστ") ουσ θ χοντροκοπιά, αγένεια

    Русско-эллинский словарь > συμπεριφέρομαι ατενώς

  • 3 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

  • 4 обойтись

    обойтись 1) (чём-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα· \обойтись без чего-л. βολεύομαι χωρίς κάτι 2) (стоить) κοστίζω* дорого (дёшево) \обойтись στοιχίζω (или κοστίζω) ακριβά ( φτηνά) 3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) (чем-л.) βολεύομαι, τα βγάζω πέρα

    обойти́сь без чего́-л. — βολεύομαι χωρίς κάτι

    2) ( стоить) κοστίζω

    до́рого (дёшево) обойти́сь — στοιχίζω ( или κοστίζω) ακριβά (φτηνά)

    3) (с кем-л.) συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > обойтись

  • 5 обращаться

    обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι
    * * *
    1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι

    обраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση

    обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον

    обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό

    обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση

    2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι
    3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι

    Русско-греческий словарь > обращаться

  • 6 грубить

    груб||и́ть
    несов φέρνομαι ἀπότομα, συμπεριφέρομαι ἀγενῶς, συμπεριφέρομαι σκαιῶς.

    Русско-новогреческий словарь > грубить

  • 7 обращаться

    обращать||ся
    1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:
    \обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·
    2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·
    3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:
    \обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·
    4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:
    \обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·
    5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·
    6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:
    хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·
    7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια

    Русско-новогреческий словарь > обращаться

  • 8 относиться

    относиться
    несов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:
    \относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·
    2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:
    э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    3. мат σχετίζομαι προς.

    Русско-новогреческий словарь > относиться

  • 9 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 10 третировать

    -руи, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. παλ. συμπεριφέρομαι.
    2. συμπεριφέρομαι υπεροπτικά.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > третировать

  • 11 отнестись

    (к кому-чему-л.) συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > отнестись

  • 12 вести

    вести́
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
    \вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
    \вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
    3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
    \вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
    4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
    \вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
    5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
    \вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
    6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:
    дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
    7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:
    это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вести

  • 13 держаться

    держ||а́ться
    несов
    1. κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·
    2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·
    3. (о предметах) κρατιέμαι:
    пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·
    4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:
    \держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·
    5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:
    \держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·
    6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > держаться

  • 14 независимо

    незави́сим||о
    нареч ἀνεξαρτήτως, ἀνεξάρτητα:
    держать себя \независимо συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα, εἶμαι ἀνεξάρτητος.

    Русско-новогреческий словарь > независимо

  • 15 непринужденно

    непринужденн||о
    нареч ἀβίαστα, ἐλεύθερα, μέ εὐχέρειαν, φυσικά:
    чу́вствовать себя \непринужденно αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου βολικά· держаться \непринужденно συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα (или ἀβίαστα).

    Русско-новогреческий словарь > непринужденно

  • 16 низкопоклонничать

    низкопоклон||ничать
    несов презр. προσκυνώ δουλόπρεπα, συμπεριφέρομαι δουλικά, δουλοφρονῶ / κολακεύω (льстить).

    Русско-новогреческий словарь > низкопоклонничать

  • 17 обходиться

    обходиться
    несов
    1. (обращаться, поступать) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι; плохо \обходиться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον
    2. (стоить) κοστίζω, στοιχίζω·
    3. (удовлетворяться) βολεύομαι, περνώ μέ...:
    \обходиться ста рублями μπορώ νά περάσω μέ ἐκατό ρούβλια· \обходиться без чего́-л. βολεύομαι χωρίς κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > обходиться

  • 18 такт

    такт I
    м муз. ὁ ρυθμός, ἡ ρυθμική κίνηση:
    отбивать \такт σημαίνω τόν ρυθμό-играть в \такт παίζω στον ρυθμό· шагать в \такт βηματίζω μέ ρυθμό.
    такт II
    м (чувство меры) ἡ λεπτότητα, τό τακτ:
    отсутствие \такта ἡ ἐλλειψη λεπτότητας· держать себя с \тактομ συμπεριφέρομαι μέ τακτ.

    Русско-новогреческий словарь > такт

  • 19 грубить

    [*][γκρουμπίτ'][\*] ρ. συμπεριφέρομαι ατενώς

    Русско-греческий новый словарь > грубить

  • 20 грубить

    [γκρουμπίτ'] ρ. συμπεριφέρομαι ατενώς

    Русско-греческий новый словарь > грубить

См. также в других словарях:

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρθηκα βλ. πίν. 218 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπεριφέρομαι — ΝΑ βλ. συμπεριφέρω …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρθηκα, δείχνω διαγωγή: Συμπεριφέρθηκε με ευγένεια στους επισκέπτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριφέρομαι — συμπεριφέρω carry round along with pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα …   Dictionary of Greek

  • δασκαλοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός δάσκαλος …   Dictionary of Greek

  • κακοφέρνομαι — συμπεριφέρομαι άσχημα, απότομα και υβριστικά σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροντοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γέρος: Ο πατέρας μου άρχισε να γεροντοφέρνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»