-
1 неприемлемый
-
2 нетерпимый
нетерпимый (о поступке и τ. η.) ανυπόφορος, απαράδεχτος* * *(о поступке и т. п.) ανυπόφορος, απαράδεχτος -
3 неприемлемый
неприемлемыйприл ἀπαράδεκτος, ἀπαράδεχτος. -
4 вопиющий
επ.που κραυγάζει, φωνάζει• που προκαλεί μεγάλη αγανάχτηση• ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος• κατάφωρος, ολοφάνερος• απαράδεχτος•-ие ощибки απαράδεχτα λάθη (που προκαλούν αγανάχτηση)•
-ая несправедливость κατάφωρη αδικία (που προκαλεί αγανάχτηση)•
-ая бедность αβάσταχτη φτώχεια•
-ее противоречие ολοφάνερη αντίθεση•
-ие безобразия αίσχη που προκαλούν αγανάχτηση (απαράδεχτα).
-
5 невозможный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•
совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.
ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•
нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).
2. ανυπόφορος, αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος•
-ая жара αφόρητη ζέστη•
-характер ανυπόφορος χαρακτήρας.
|| πολύ μεγάλος πλήρης•невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.
3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•-ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.
См. также в других словарях:
απαράδεχτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχτεί: Οι όροι που ζητάς να μπουν στη συμφωνία είναι απαράδεχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδεχτος — η, ο απαράδεχτος: Του δωσε να καταλάβει πως τα δώρα του ήταν άδεχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδεχτός — ή, ό αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει δεχτός (αντίθ. απαράδεχτος): Οι απόψεις αυτές του γιατρού δεν ήταν παραδεχτές από τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)