Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

απαράδεχτος

См. также в других словарях:

  • απαράδεχτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχτεί: Οι όροι που ζητάς να μπουν στη συμφωνία είναι απαράδεχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδεχτος — η, ο απαράδεχτος: Του δωσε να καταλάβει πως τα δώρα του ήταν άδεχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδεχτός — ή, ό αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει δεχτός (αντίθ. απαράδεχτος): Οι απόψεις αυτές του γιατρού δεν ήταν παραδεχτές από τους συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»