Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αξιοσέβαστος

См. также в других словарях:

  • αξιοσέβαστος — η, ο (Μ ἀξιοσέβαστος, ον) αυτός που του αξίζει να τον σέβονται …   Dictionary of Greek

  • αξιοσέβαστος — η, ο άξιος σεβασμού: Η μητέρα του ήταν μια πολύ αξιοσέβαστη κυρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιοσέβαστον — ἀξιοσέβαστος worthy of reverence masc/fem acc sg ἀξιοσέβαστος worthy of reverence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

  • αιδεστός — αἰδεστός, ή, όν (Α) σεβαστός, αξιοσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. μσν. αἰδεστικός] …   Dictionary of Greek

  • αιδοίος — αἰδοῑος, α, ον (Α) 1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός 2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας 3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος 4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός,… …   Dictionary of Greek

  • αξιέντρεπτος — ἀξιέντρεπτος, ον (Α) άξιος σεβασμού, αξιοσέβαστος …   Dictionary of Greek

  • αξιο- — (AM ἀξιο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος. Χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον άξιο γι αυτό που δηλώνει το β συνθετ. της λέξης. Πρβλ. αξιόλογος, αξιοπρεπής αρχ. αξιόσκεπτος, αξιόχρεως αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αξιόσεπτος — ἀξιόσεπτος, ον (Μ) ο αξιοσέβαστος* …   Dictionary of Greek

  • βαθυσέβαστος — η, ο πολυσέβαστος, άξιος μεγάλου σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σεβαστός (πρβλ. αξιοσέβαστος, θεοσέβαστος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»