-
1 достойный
достойный άξιος, αντάξιος; αξιοπρεπής (почтенный) \достойныйнаграды άξιος αμοιβής \достойныйпохвалы αξιέπαινος \достойный уважения αξιοσέβαστος* * *άξιος, αντάξιος; αξιοπρεπής ( почтенный)досто́йный награ́ды — άξιος αμοιβής
досто́йный похвалы́ — αξιέπαινος
досто́йный уваже́ния — αξιοσέβαστος
-
2 достойный
достойн||ыйприл1. (заслуживающий) ἄξιος, ἐπάξιος, ἀντάξιος:\достойныйый похвалы Αξιέπαινος, ἄξιος ἐπαίνου· \достойныйый осуждения ἀξιοκατάκριτος·2. (справедливый) δίκαιος, ἄξιος:3. (почтенный) ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής:\достойныйый человек ὁ ἀξιοπρεπής ἄνθρωπος. -
3 заслуженный
επ. από μτχ.1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•-ая награда επάξιο βραβείο.
|| δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•-ая кара δίκαια τιμωρία.
2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας.
См. также в других словарях:
ἀντάξιος — worth just as much as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάξιος — α, ο (AM αντάξιος, α, ον) ο ισάξιος, ο ίσος ως προς την αξία με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντάξιος — α, ο επίρρ. α αυτός που δεν υστερεί σε αξία από κάποιον άλλο: Στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος αναδείχτηκε αντάξιος του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνταξιώτερον — ἀντάξιος worth just as much as adverbial comp ἀντάξιος worth just as much as masc acc comp sg ἀντάξιος worth just as much as neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντάξιον — ἀντάξιος worth just as much as masc acc sg ἀντάξιος worth just as much as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξιώτερος — ἀντάξιος worth just as much as masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξίη — ἀντάξιος worth just as much as fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξίοις — ἀντάξιος worth just as much as masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξίου — ἀντάξιος worth just as much as masc/neut gen sg ἀ̱νταξίου , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνταξιόω demand as an equivalent pres imperat act 2nd sg ἀντᾱξίου , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξίους — ἀντάξιος worth just as much as masc acc pl ἀ̱νταξίους , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντᾱξίους , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνταξιόω demand as an equivalent… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταξίῳ — ἀντάξιος worth just as much as masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)