-
1 памятный
-
2 памятный
памятн||ыйприл (сохранившийся в памяти) σημαντικός, ἀξιόλογος, ἀξιομνημόνευτος:\памятныйая дата ἡ ἀξιομνημόνευτη ἡμερομηνία· ◊ \памятныйая записка дип. τό μεμοράντουμ. -
3 memorable
['memərəbl](worthy of being remembered: a memorable event.) αλησμόνητος,αξιομνημόνευτος -
4 достопамятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно, αξιομνημόνευτος, μνημειώδης, μνημονευτέος. -
5 ознаменовать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ознаменованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. χρησιμεύω σαν τεκμήριο, σημαίνω;2. κάνω αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο. || παλ. φημίζω δοξάζω. || γιορτάζω, τιμώ, λαμπρύνω.γίνομαι αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, μνημονεύομαι. -
6 памятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. μνημειώδης, αξιόλογος, αξιομνημόνευτος• ιστορικός•-ые даты αξιομνημόνευτες χρονολογίες.
2. μνημονικός, ενθυμητικός.3. αναμνηστικός.εκφρ.- ая записка – αναμνηστικό γράμμα•- ая доска – αναμνηστική πλάκα•- ая книжка – σημειωματάκι, υπομνημάτιο. -
7 Memorable
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Memorable
-
8 Mention
subs.P. and V. μνεία, ἡ, P. μνήμη, ἡ.Make mention of: P. μνείαν ποιεῖσθαι (gen. or περί gen.), V. μνείαν ἔχειν (gen.); see mention, v.——————v. trans.P. and V. μνησθῆναι (aor. pass. μιμνήσκειν) (gen. or περί gen.), ἐπιμνησθῆναι (aor. pass. ἐπιμιμνήσκειν) (gen. or περί gen.), P. μνημονεύειν, ὑπομιμνήσκειν, διαμνημονεύειν, V. μνήσασθαι ( 1st aor. mid. μιμνήσκειν) ὑπομνησθῆναι (aor. pass. ὑπομιμνήσκειν) (περί gen.).Speak of: P. and V. λέγειν (acc.), εἰπεῖν (acc.), φράζειν (acc.), V. ἐννέπειν (acc.).Worth mentioning, adj.: P. ἀξιόλογος, ἀξιομνημόνευτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mention
-
9 Noteworthy
adj.P. ἀξιόλογος, ἀξιομνημόνευτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Noteworthy
-
10 Record
subs.Worthy of record: P. ἀξιομνημόνευτος, P. and V. ἄξιος μνήμης.Register: P. ἀπογραφή, ἡ, λεύκωμα, τό.Tables on which treaties, etc., were recorded: Ar. and P. στῆλαι, αἱ.Records, archives: P. and V. λόγοι, οἱ, γράμματα, τά.Reputation: P. and V. δόξα, ἡ.Feat: P. and V. ἀγώνισμα, τό.——————v. trans.Record my words on the tablets of your mind: V. θὲς δʼ ἐν φρενὸς δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους (Soph., frag.).Know this and record it in your mind: V. ταῦτʼ ἐπίστω καὶ γράφου φρενῶν ἔσω (Soph., Phil. 1325).Record (it) on the unforgetting tablets of your mind: V. ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν (Æsch., P.V. 789).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Record
-
11 memorable
1) αλησμόνητος2) αξέχαστος3) αξιομνημόνευτος
См. также в других словарях:
ἀξιομνημόνευτος — worthy of mention masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιομνημόνευτος — η, ο (AM ἀξιομνημόνευτος, ον) ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός … Dictionary of Greek
αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτοι — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)