-
1 ανύπαντρος
-
2 ανύπαντρος
célibataire -
3 ανύπαντρος
1) nieżonaty przym.2) wolny przym. -
4 ανύπαντρος
1) neženatý2) svobodný -
5 ανύπαντρος
singleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανύπαντρος
-
6 Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
• Холостяк всюду желанный гостьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
-
7 neženatý
ανύπαντρος -
8 nieżonaty
ανύπαντρος -
9 bekar
ανυπαντρος, ελευθερος -
10 неженатый
неженатый м о ανύπαντρος·о άγαμος, ο μπεκιάρης (холостяк)* * *мο ανύπαντρος; ο άγαμος, ο μπεκιάρης ( холостяк) -
11 холостой
-
12 холостяк
-
13 холостой
холост||ойприл1. ἀνύπαντρος, μπε-κιάρικος, ἐργένικος, ἄγαμος:\холостойая жизнь ἡ ἐργένικη ζωή·2. воен. ἄσφαιρος, εἰκο-νικός:\холостой выстрел ὁ ἄσφαιρος πυροβολισμός, ἡ ἀσφαιρος βολή· \холостой патрон τό ἄσχραιρο φυσίγγιο·3. тех. ἀδειος, κενός, στά ἀδεια/ ξεφόρτωτος (без груза):\холостой ἡ κίνηση στά ἄδεια. -
14 ανύπανδρος
ος, ον, ανύπαντρος, η, ο неженатый, холостой; незамужняя;§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
-
15 single
['siŋɡl] 1. adjective1) (one only: The spider hung on a single thread.) μονός,μόνος,μοναδικός,μεμονωμένος2) (for one person only: a single bed/mattress.) μονός3) (unmarried: a single person.) ανύπαντρος4) (for or in one direction only: a single ticket/journey/fare.) απλός,μιας/μονής διαδρομής2. noun1) (a gramophone record with only one tune or song on each side: This group have just brought out a new single.) μικρός δίσκος(45 στροφών), `σινγκλ`2) (a one-way ticket.) απλό εισιτήριο•- singles
- singly
- single-breasted
- single-decker
- single-handed
- single parent
- single out -
16 холостой
[χαλαστόϊ] εκ. ανύπαντρος -
17 холостой
[χαλαστόϊ] επ ανύπαντρος -
18 добрачный
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
-
19 ещё
επίρ.1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•
ещё раз ακόμα μι,α φορά•
она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•
ещё скажите ему ακόμα πέστε του•
ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•
нет ещё όχι ακόμα.
2. μέχρι τώρα, ως τώρα•она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•
он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•
я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.
3. πια, ήδη•дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.
4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.
εκφρ.ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα. -
20 неженатый
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης. || εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανύπαντρος — κ. νδρος, η, ο ο άγαμος … Dictionary of Greek
ανύπαντρος — η, ο άγαμος: Έχει ανύπαντρες τις αδελφές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος … Dictionary of Greek
άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… … Dictionary of Greek
άλεκτρος — ἄλεκτρος, ον (Α) [λέκτρον] 1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος 2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος 3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… … Dictionary of Greek
αζάτης — ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, άτακτος 2. αυτός που δεν σύρει πίσω του ζώο α) ελεύθερος, χωρίς βάρος β) πεζός 3. άγαμος, ανύπαντρος (με επίδραση τού αζάπης) … Dictionary of Greek
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
απάντρευτος — η, ο άγαμος, ανύπαντρος … Dictionary of Greek
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek