-
21 главнокомандование
главнокома́нд||ованиес ἡ ἀρχιστρατη-γία:Верховное Главнокомандование ἡ 'Ανώτατη Διοίκηση [-ις]. -
22 закоиченный
закоиченн||ый1. прич. от закончить·2. прил ὁλοκληρωμένος, τέλειος, πλήρης:\закоиченныйый образ ὁ ὁλοκληρωμένος τύπος· \закоиченныйый художник φτασμένος καλλιτέχνης· \закоиченныйый негодяй παλιάν-θρωπος πέρα γιά πέρα· ◊ иметь \закоиченныйое высшее образование εἶμαι ἀπόφοιτος ἀνωτάτη σχολή, τελειώνω ἀνώτερες σπουδές. -
23 институт
институ́||тм1. (высшее учебное или научное заведение) ἡ 'Ανωτάτη σχολή, τό Ίνστιτοῦτο[ν]:научно-исследовательский \институт τό Ίνστιτοῦτο ἐπιστημονικών ἐρευνών2. (общественное установление) ὁ θεσμός, τό θέσπισμα -
24 командованне
команд||ованнес1. (действие) ἡ διοί-κηση [-ις], ἡ ἀρχηγία:принимать \командованне ἀναλαμβάνω τήν διοίκησιν под \командованнеованием ὑπό τήν διοίκησιν, ὀπό τήν ἀρχηγίαν2. собир. ἡ διοίκηση [-ις], τό ἀρχηγείο[ν]:верховное \командованне ἡ ἀνωτάτη διοίκησις, τό ἀνώτατο. ἀρχηγείο· гла́вное \командованне τό γενικό ἀρχηγείο. -
25 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
26 педагогический
педагог||и́ческийприл παιδαγωγικός:\педагогическийи́ческий техникум τό διδασκαλεῖο[ν]· \педагогическийи́ческий институт τό παιδαγωγικό Ινστιτοῦτο, ἡ ἀνωτάτη παιδαγωγική σχολή. -
27 разряд
разряд Iм (разряжение) ἡ ἐκκένωση[-ις], τό ἀδειασμα:электрический \разряд ἡ ἡλεκτρική ἐκκένωση [-ις].разряд IIм (класс, группа) ἡ κατηγορία, ἡ τάξη [-ις], ἡ συνομοταξία:высший \разряд ἡ ἀνωτάτη κατηγορία. -
28 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
29 γεωπονικός
η, ό[ν] агрономический, агротехнический;ανωτάτη (μέση) γεωπονική σχολή — сельскохозяйственный институт (техникум)
-
30 διοίκηση
[-ις(-εως)] η1) (у)правление, ведение (хозяйство, дел); 2) администрация; руководство; 3) воен, командование;ανώτατη διοίκηση — верховное командование;
αναλαμβάνω τη διοίκηση — принимать на себя командование;
4) административное деление;5) административное учреждение, управление;§ γενική διοίκηση — префектура (в Греции)
-
31 πολυτεχνικός
η, ό[ν] политехнический;ανώτατη πολυτεχνική σχολή — политехнический институт
-
32 σχολή
η1) школа; училище; курсы;ανωτάτη σχολή — высшая школа, институт;
κομματική σχολή — партийная школа;
νυχτερινή (είδική) σχολή — вечерняя (специальная) школа;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
τεχνική σχολή — техническое училище;
σχολή πληροφοριών — разведывательная школа;
σχολή ξένων γλωσσών — курсы иностранных языков;
σχολή ναυτικών δοκίμων — военно-морское училище;
σχολή ικαρων — авиационное училище;
2) факультет;νομική σχολή — юридический факультет;
3) перен. школа, учение, система (философская и т. п.);δημιουργώ δνκή μου σχολή — со-
здать свою школу;4) школа, выучка;περνώ καλή σχολή — пройти хорошую школу
-
33 higher education
(education beyond the level of secondary school education, eg at a university.) ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση -
34 record
1. ['reko:d, -kəd, ]( American[) -kərd] noun1) (a written report of facts, events etc: historical records; I wish to keep a record of everything that is said at this meeting.) αρχείο, καταγραφή, εγγραφή, πρακτικό2) (a round flat piece of (usually black) plastic on which music etc is recorded: a record of Beethoven's Sixth Symphony.) δίσκος3) ((in races, games, or almost any activity) the best performance so far; something which has never yet been beaten: He holds the record for the 1,000 metres; The record for the high jump was broken/beaten this afternoon; He claimed to have eaten fifty sausages in a minute and asked if this was a record; ( also adjective) a record score.) ρεκόρ, ανώτατη επίδοση4) (the collected facts from the past of a person, institution etc: This school has a very poor record of success in exams; He has a criminal record.) μητρώο, ιστορικό, παρελθόν2. [rə'ko:d] verb1) (to write a description of (an event, facts etc) so that they can be read in the future: The decisions will be recorded in the minutes of the meeting.) καταγράφω2) (to put (the sound of music, speech etc) on a record or tape so that it can be listened to in the future: I've recorded the whole concert; Don't make any noise when I'm recording.) ηχογραφώ, (εγ)γράφω3) ((of a dial, instrument etc) to show (a figure etc) as a reading: The thermometer recorded 30°C yesterday.) καταγράφω4) (to give or show, especially in writing: to record one's vote in an election.) καταγράφω•- recorder- recording
- record-player
- in record time
- off the record
- on record -
35 институт
[ινσητούτ] ουσ. α. ανώτατη σχολή -
36 институт
[ινσητούτ] ουσ α ανώτατη σχολή -
37 верховный
επ.ανώτατος•-ая власть η ανώτατη εξουσία•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.
-
38 власть
-и θ.1. εξουσία•борьба за власть αγώνας για την εξουσία•
захват -и κατάληψη της εξουσίας•
прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•
власть государственная власть κρατική εξουσία•
исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•
верховная -η ανώτατη εξουσία.
2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•местные -и οι τοπικές αρχές.
εκφρ.ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•в моей, твоей – κλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου. -
39 держава
-ы θ.1. κράτος, δύναμη•морская -ναυτική δύναμη•
Великие -ы οι μεγάλες δυνάμεις.
2. παλ. ανώτατη εξουσία, κυριαρχία.3. παλ. έμβλημα, μοναρχικής εξουσίας. -
40 деятельность
-и θ.1. δραστηριότητα, δράση•революционная деятельность επαναστατική δράση•
общественная деятельность κοινωνική δράση.
2. λειτουργία•деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•
высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.
|| επίδραση, επενέργεια•разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.
См. также в других словарях:
ἀνωτάτη — ἀνώτατος topmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτάτῃ — ἀνώτατος topmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) … Dictionary of Greek
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
μαγίστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός … Dictionary of Greek
Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek