-
1 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
2 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες
-
3 бегун
бегун м о δρομέας· \бегун на средние (длинные) дистанции о δρομέας ημιαντοχής ( αντοχής)* * *мο δρομέαςбегу́н на сре́дние (дли́нные) дистанции — ο δρομέας ημιαντοχής (αντοχής)
-
4 стайер
-
5 стойкий
επ., βρ: стоек, стойка, стойко; стойче.1. γερός, αντοχής, ανθεκτικός•стойкий кирпич γερό τούβλο•
-ая краска χρώμα αντοχής.
|| μτφ. σταθερός, έμμονος•-ая уверенность σταθερή πεποίθηση.
2. μτφ. ακλόνητος, ανένδοτος, ατράνταχτος•стойкий человек σταθερός άνθρωπος.
-
6 динамометр
1. (для измерения мощности, работы или вращающего момента) το δυναμόμετρο 2. (испытательная машина) το μηχάνημα προς δοκιμή της αντοχής των υλικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > динамометр
-
7 долговечный
1. (многолетний) μακρόβιος, πολυετής 2. (прочный) γερόςμεγάλης αντοχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долговечный
-
8 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
9 клинкер
1. мет. η πυρίμαχη μάζατο υπόλειμμαη εκβολάς 2 (высокопрочный кирпич) ο/η πλίνθος μεγάλης αντοχής3. (цементный) το μείγμα/η πρώτη ύλη του τσιμέντουразг. το κλίνκερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клинкер
-
10 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
11 непрочность
η σαθρότητατο ετοιμόρροποη έλλειψη ανθεκτικότητας/αντοχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > непрочность
-
12 определение
1. (установление, нахождение) о προσδιορισμός, η εύρεση- твёрдости по Роквеллу η μέτρηση της σκληρότητας με τη μέθοδο του Ρόκγουελ/Rockwell2. (формулировка, раскрывающая содержание) о ορισμόςрекурсивное - мат. αναδρομικός -3. грам. о ονοματικός προσδιορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определение
-
13 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
14 предел
το όρι/οустанавливать - θέτω -, οριοθετώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предел
-
15 провод
το καλώδιο, το σύρμαнадрезать - χαράσσω/κόβωτο -линейный - γραμμικό -, ηλεκτροφόρο -неизолированный - γυμνό -, μη-μονωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провод
-
16 разупрочнение
η απώλεια αντοχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разупрочнение
-
17 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
18 сплав
I.(смесь плавких металлов) το κράμαалюминиевый - του αργιλίου/αλου-μινίου- алюминиевый деформируемый - του αλουμινίου, μαλακτό- алюминиевый литейный - του αλουμινίου, χυτευτικόдвойной - см. двухкомпонент -ный двухкомпонентный - διμερής -зеркальный - για κατασκευή κατόπτρων/καθρεπτώνтройной - см. трёхкомпонентный -четырёхкомпонентный - см. четвертной -II.(леса) η μεταφορά ξυλείας με τη ροή του ποταμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплав
-
19 тренировка
1. тех. η αύξηση αντοχής (της κόπωσης) 2. (занятие, упражнение в каком-л. навыке, умении) η εκπαίδευση, η εκγύμναση, η εξάσκηση 3. (спортивная) η προπόνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тренировка
-
20 фехраль
(сплав) το κράμα σιδήρου-αργιλίου υψηλής αντοχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фехраль
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντοχῆς — ἀντοχέομαι drive pres ind act 2nd sg (doric) ἀντοχή adhesion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
εύρος ανοχής — Η περιοχή μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης τιμής ενός αβιοτικού παράγοντα (θερμοκρασίας, υγρασίας κλπ.) στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία του. Σε γραφική παράσταση η δραστηριότητα του οργανισμού μέσα σε … Dictionary of Greek