-
21 цемент
η κονία, разг. το τσιμέντοбыстротвердеющий - см. быстросхватывающийся -медленносхватывающий - см. медленно -твердеющий -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цемент
-
22 длинный
1) μακρύς, μακρόςдли́нный путь — η μακρή πορεία
2) спорт.бег на дли́нные диста́нции — ο δρόμος αντοχής
-
23 прочностьый
прочность||ыйприл στερεός/ σταθερός, πάγιος (устои́чивый)! μέ ἀντοχή, ἀντοχής (долговечный):\прочностьыйый мост ἡ στερεή γέφυρα· \прочностьыйая о́бувь τά γερά παπούτσια· \прочностьыйый мир ἡ σταθερή είρήνη. -
24 прочный
[πρότσνυΐ] εκ. στερεός, σταθερός αντοχής -
25 прочный
[πρότσνυϊ] επ στερεός, σταθερός αντοχής -
26 выносливый
επ., βρ: -лив, -а, -оανθεκτικός, γερός, βασταγερός, αντοχής•выносливый человек βασταγερός άνθρωπος.
|| (για φυτά) ανθεκτικός (στις κλιματολογικές συνθήκες). -
27 жизнестойкий
επ., βρ: -стоек, -стойка, -оανθεκτικός, αντοχής, βασταγερός. -
28 засухоустойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оαντοχής στην ξηρασία•-ые растения φυτά ανθεκτικά στην ξηρασία.
-
29 крепконогий
επ., βρ: -ног, -а, -оισχυρόποδος, που έχει γερά πόδια, αντοχής στην πορεία. -
30 недолговечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноμικρής διάρκειας βραχύβιος, λιγόχρονος• παροδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•-ое счастье παροδική ευτυχία.
|| μη στέρεος, μικρής αντοχής πρόχειρος•-ая установка πρόχειρη εγκατάσταση.
-
31 ноский
επ. -сок, -ска, -ско.1. (για ενδύματα, υποδήματα)• γερός, στερεός, αντοχής•-ая ткань γερό ύφασμα.
2. (για πτηνά) ωοτόκος, γεννήτρα, που γεννά πολλά αυγά•-ая порода γόνιμη ράτσα, πολύτοκη.
-
32 состязание
-я ουδ.άμιλλα, συναγωνισμός•состязание в выдержке συναγων ισμό.ς αντοχής.
|| (αθλτ.) αγώνας•состязание в беге αγώνας δρόμου.
|| παλ. συζήτηση, λογομαχία, διαμάχη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντοχῆς — ἀντοχέομαι drive pres ind act 2nd sg (doric) ἀντοχή adhesion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
εύρος ανοχής — Η περιοχή μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης τιμής ενός αβιοτικού παράγοντα (θερμοκρασίας, υγρασίας κλπ.) στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία του. Σε γραφική παράσταση η δραστηριότητα του οργανισμού μέσα σε … Dictionary of Greek