-
1 αντηχώ
[андихо] р. отдаваться эхом, звучать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντηχώ
-
2 реверберировать
αντηχώ, αντανακλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реверберировать
-
3 звучать
-
4 отразить
отразить 1) αντανακλώ (свету αντηχώ, απηχώ (звук ) 2) (показать ) απεικονίζω 3) (отбить ) αποκρούω (удар и т.. п.) \отразиться прям., перен. αντανακλώμαι* * *2) ( показать) απεικονίζω3) ( отбить) αποκρούω (удар и т. п.) -
5 раздаваться
-
6 отражать
1. (звук) αντηχώ, απηχώ 2. (свет) αντανακλώ, κατοπτρίζω 3. (отображать, воспроизводить) απεικονίζω 4. (отбить ответным ударом) αποκρούω, απωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражать
-
7 вторить
вторитьнесоз.1. (в музыке) σεγοντάρω, κάνω δεύτερη φωνή·2. (повторять) ἐπαναλαμβάνω/ ἀντηχώ, ἀντιλαλώ (о звуках эха). -
8 греметь
грем||етьнесов1. βροντῶ, μπουμπουνί-ζω/ ἀντηχῶ (о музыке) / κουδουνίζω (звенеть):гром \греметьит βροντάει· \греметь ключами (посу́дой) βροντῶ τά κλειδιά (τά πιάτα)-2. перен (об имени, славе) κάνω πάταγο. -
9 грянуть
гряну||тьсов1. (зазвучать) βροντώ/ ἀντηχώ (раздаться)/ ἀρχίζω δυνατά (о песне):\грянутьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός· гром \грянутьл βρόντηξε, ἀκούστηκε βροντή· \грянутьло ура ἀκούστηκαν ζητωκραυγές·2. перен (разразиться) ἐκρήγνυ-μαι, ξεσπώ:\грянутьла война ξέσπασε ὁ πόλεμος. -
10 доноситься
доноситься Iсов (об одежде, обуви) см. донашиваться.доноси́||ться IIнесов1. (о звуках) ἀκοῦομαι, ἀντηχῶ:\доноситьсялись крики ἀκούστηκαν φωνές·2. (о слухах):до меня доносятся слу́хи, что... ἐφτασαν στ· αὐτιά μου φήμες, ὀτι...·3. (домчаться) φτάνω, φθάνω. -
11 зазвучать
зазвучатьсов ἀρχίζω ν' ἀκούομαι, ἀντηχώ. -
12 нестись
нес||тисьнесов1. (мчаться) τρέχω/ φεύγω μέ μεγάλη ταχύτητα (о машине и т. п.):\нестись мимо περνῶ δίπλα· облака \нестисьу́тся τά σύννεφα τρέχουν2. (распространяться) ἀκούγομαι, ἀντηχῶ, ἀντιλαλώ/ διαδίδομαι (о звуке, запахе, слухах и т. п.):\нестисьу́тся песни ἀκούγονται τραγούδια·3. (о птицах \нестись класть яйца) ὠοτοκώ, γεννώ αὐγά. -
13 отдаваться
отдавать||ся1. (сдаваться) (παρα)δίδομαι:\отдаватьсяся во власть кого́-л. παραδίδομαι στήν ἐξουσία κάποιου·2. (посвящать себя чему-л.) ἀφιερώνομαι, ἀφιεροῦμαι, ἀφοσι-οῦμαι, ἐπιδίδομαι σέ:\отдаватьсяся целиком ка-ко́му-л. делу ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος σέ κάποια δουλειά·3. (о женщине) παραδίδομαι, δίνομαι·4. (отзываться) ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ. -
14 отражать
отражатьнесов1. ἀντανακλώ, καθρεφτίζω, ἀντικατοπτρίζω / ἀντηχώ (μετ.) (звук)·2. перен (изображать) ἀπεικονίζω:\отражать жизнь ἀπεικονίζω τήν ζωή·3. (отбивать) ἀποκρούω:\отражать удар прям., перен ἀποκρούω χτύπημα· \отражать нападение ἀποκρούω ἐπίθεση·4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνασκευάζω, ἀποκρούω:\отражать чьи́-л. нападки ἀναιρώ (или ἀποκρούω) τίς ἐπιθέσεις κάποιου. -
15 прозвучать
прозвучатьсов ἀντηχώ, ἡχῶ:\прозвучатьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός. -
16 прокатиться
прокатить||ся1. (проехаться) κά(μ)νω περίπατο, κά(μ)νω ἕνα γῦρο·2. (о мяче и т. п.) κυλιέμαι, κυλώ (άμετ.)·3. (о звуках) ἀντηχώ, ἀντιλαλώ:прокатилось эхо ἀντήχησε ήχώ. -
17 раздаваться
раздаваться Iнесов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.раздаваться IIнесов1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω. -
18 разноситься
разноситься Iнесов (распространяться) διαδίδομαι, ξαπλώνομαι/ κυκλοφορώ (о слухах)/ ἀντηχώ (раздаваться):разносится звон ἀντηχεί ἡ κωδωνοκρου-σία, ἀντηχεί ἡ καμπάνα.разноситься IIсов см. разнашиваться. -
19 резонировать
резонироватьнесов ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ. -
20 вторить
ρ.δ.1. τραγουδώ ή παίζω δεύτερη φωνή.2. αντηχώ, αντιλαλώ• επαναλαμβάνω τους ήχους ή τα λόγια άλλου.3. συμφωνώ, στέργω, συναινώ, συγκατανεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντηχώ — αντηχώ, αντήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντηχώ — (AM ἀντηχῶ, έω) ανακλώ ήχο, αντιλαλώ νεοελλ. ηχώ, ακούγομαι αρχ. 1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός 2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση 3. εκφράζω αντίθεση με φωνές 4. αντιλέγω … Dictionary of Greek
αντηχώ — αντήχησα, ανακλώ τον ήχο, αντιλαλώ, βουίζω: Η αίθουσα αντηχούσε από τα χειροκροτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχοβολώ — ( άω) αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ «ηχώ, αντηχώ» + βολώ] … Dictionary of Greek
κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
περιηχώ — περιηχῶ έω, ΝΜΑ αντηχώ ολόγυρα μσν. αρχ. παθ. περιηχοῡμαι 1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα 2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες αρχ. παθ. 1. κραυγάζω 2. αντηχώ* … Dictionary of Greek
συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… … Dictionary of Greek
συνυπηχώ — έω, Α αντηχώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπηχῶ «αντηχώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] … Dictionary of Greek
αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] … Dictionary of Greek