-
1 обмениваться
-
2 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
3 меняться
1) αλλάζω2) (чем-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή -
4 выменивать
вымениватьнесов, выменять сов ἀνταλλάσσω, ἀνταλλάζω. -
5 меняться
менять||ся1. (изменяться) ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\менятьсяся в лице ἀλλάζει τό πρόσωπο μου (или ἡ δψη μου), ἀλλάζω ἐκφραση· \менятьсяся к лу́чшему πηγαίνω καλλίτερα, ἀλλάζω προς τό καλλίτερο·2. (обмениваться) ἀνταλλάζω, κάνω ἀνταλλαγή. -
6 сменять
См. также в других словарях:
ανταλλάζω — ανταλλάζω, αντάλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταλλάσσω — ανταλλάσσω, αντάλλαξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. ανταλλάζω Σημειώσεις: ανταλλάσσω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια αύξηση (αντήλλασσα, αντήλλαξα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλογραφώ — ησα, ανταλλάζω επιστολές με κάποιον: Εδώ και μερικούς μήνες αλληλογραφώ μ ένα Σουηδό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταλλάσσω — και ανταλλάζω άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, δίνω κάτι για άλλο που πήρα, κάνω αλλαξιά: Οι υπουργοί των δύο χωρών αντάλλαξαν τις σκέψεις τους για την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)