-
1 αλλάζω
[аллазо] р. менять, изменять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλλάζω
-
2 менять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > менять
-
3 переквалифицировать
αλλάζω ειδίκευσημετεκπαιδεύω, -ся μετεκπαιδεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переквалифицировать
-
4 переключать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переключать
-
5 поменять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поменять
-
6 превращать
αλλάζω, μετατρέπω, μεταβάλλω, τροποποιώ, μεταμορφώνω-ся μετατρέπομαι, μεταβάλλομαιμεταμορφώνομαι, γίνομαι, μετασχηματίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращать
-
7 измениться
αλλάζω, μεταβάλλομαι -
8 перемениться
αλλάζω, μεταβάλλομαι -
9 переодеваться
-
10 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
11 менять
ρ.δ.μ.1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.
2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•-бель αλλάζω τα εσώρουχα;
4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•менять голос αλλάζω τη φωνή•
менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•
менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•
менять религию αλλαξοπιστώ•
-мнение αλλάζω γνώμη.
αλλάζω• μεταβάλλομαι•давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•
часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•
моды -ются οι μόδες αλλάζουν•
характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;
εκφρ.менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. -
12 переменить
-меню, -мнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. αλλάζω,• переменить книгу в библиотеке αλλάζω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη•переменить работу αλλάζω τη δουλειά•
переменить бель αλλάζω τα εσώρουχα•
переменить разговор αλλάζω την κουβέντα.
2. κάνω τι διαφορετικό•переменить голос αλλάζω τη φωνή•
переменить мнение αλλάζω γνώμη.
1. αλλάζω, γίνομαι διαφορετικός•тема разговора -лась το θέμα της συνομιλίας άλλαξε•
жизнь -лась η ζωή άλλαξε•
погода скоро -ится ο καιρός γρήγορα θ αλλάξει•
женится-переменится όποιος παντρεύεται - συμμαζεύεται (αλλάζει).
2. αλλάζω•переменить ролями αλλάζομε τους ρόλους.
-
13 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
14 изменить
изменить 1) αλλάζω, μεταβάλλω \изменить мнение αλλάζω γνώμη 2) (предать ) προδίδω απατώ (нарушить верность) \измениться αλλάζω, μεταβάλλομαι* * *1) αλλάζω, μεταβάλλωизмени́ть мне́ние — αλλάζω γνώμη
2) ( предать) προδίδω; απατώ ( нарушить верность) -
15 переменить
переменить αλλάζω* μεταβάλλω, μετατρέπω (изменить)' \переменить бельё αλλάζω ασπρόρουχα \перемениться αλλάζω, μεταβάλλομαι* * *αλλάζω; μεταβάλλω, μετατρέπω ( изменить)перемени́ть бельё — αλλάζω ασπρόρουχα
-
16 переодевать
переодевать, переодеть 1) (кого-л.) αλλάζω 2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω \переодеваться αλλάζω ( φόρεμα)* * *= переодеть1) (кого-л.) αλλάζω2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω -
17 переменить
переменитьсов ἀλλάζω, ἀλλάσσω, μεταβάλλω:\переменить белье ἀλλάζω ἀσπρόρρουχα· \переменить квартиру ἀλλάζω διαμέρισμα \перемениться ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\перемениться к лучшему (худшему) ἀλλάζω προς τό καλύτερο (χειρότερα)· ветер переменился ὁ ἀέρας γύρισε· ◊ \перемениться в лице χάνω τό χρῶμα μου. -
18 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) -
19 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
20 переодеть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переодетый, βρ: -дет, -а, -оρ.σ.μ. αλλάζω τα ενδύματα• φορώ, ντύνω άλλα ρούχα•переодеть больного в чистое бель φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα•
переодеть ребнка αλλάζω το βρέφος•
переодеть платье αλλάζω το φόρεμα.
|| μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον.ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω•переодеть в чистое платье φορώ καθα-ρώ φόρεμα.
|| μεταμφιέζομαι•переодеть женщиной μεταμφιέζομαι σε γυναίκα.
См. также в других словарях:
αλλάζω — αλλάζω, άλλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλάζω — άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, ως μτβ. 1. αντικατασταίνω κάτι με άλλο: Εδώ κι ένα μήνα αλλάξαμε σπίτι. 2. αντικατασταίνω τα λερωμένα εσώρουχα με καθαρά: Περίμενε μια στιγμή ν αλλάξω το μωρό. Ως αμτβ. 3. μεταβάλλομαι: Έχεις αλλάξει πολύ τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοθωριάζω — αλλάζω θωριά, μεταβάλλω μορφή, όψη, παρουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θωριά] … Dictionary of Greek
αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] … Dictionary of Greek
αλλαξοφαγίζω — αλλάζω τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φαγί] … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
ξαναλλάζω — αλλάζω ξανά … Dictionary of Greek
μεταγραμματίζω — αλλάζω τη θέση των γραμμάτων μιας λέξης: Ο διορθωτής μεταγραμμάτισε πολλές λέξεις του άρθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek