Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ανοιχτό

  • 1 ανοιχτός

    η, ό
    1) прям., перен. открытый;

    τα καταστήματα σήμερα είναι ανοιχτά — сегодня все магазины открыты;

    ανοιχτός λογαριασμός — текущий счёт;

    2) светлый (о цвете);
    3) распустившийся (о цветах); 4) незаживший, открытый (о ране); 5) открытый; широкий (о местности);

    ανοιχτή θάλασσα — открытое море;

    6) откровенный, искренний, прямой;
    7) щедрый; 8) открытый, гостеприимный;

    ανοιχτό σπίτι — открытый дом;

    9) задолжавший;

    § ανοιχτός γιακάς — отложной воротничок;

    παίζω μ' ανοιχτά χαρτιά — играть в открытую;

    μένω με το στόμα ανοιχτό — раскрыть рот от удивления;

    ήρθε μ· ανοιχτό κεφάλι — пришёл с раскроенным черепом;

    όσο 2χω τα μάτια μου ανοιχτά — пока я жив;

    έχει τα μάτια του ανοιχτά — у него ушки на макушке;

    τό υπουργείο σήμερα είναι ανοιχτό — в министерстве сегодня приёмный день;

    στ' ανοιχτά — в открытом море

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοιχτός

  • 2 στόμα

    τό
    1) рот; уста (поэт. уст.); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;

    έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;

    4) отверстие;
    вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);

    στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;

    στόμα λιμένος — вход в порт;

    στόμα πόταμου — устье реки;

    στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);

    5) остриё (ножа);
    6) воен. дуло; жерло;

    στόμα πυροβόλου — жерло орудия;

    7) бот. устьица;

    § αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;

    γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;

    του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям., перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;

    ανοίγω το στόμα — открывать рот;

    решиться говорить;

    λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;

    δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;

    από στόμα σε στόμα — из уст в уста;

    τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;

    στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;

    δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;

    έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;

    βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;

    злословить на чеи-л. счёт;

    βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;

    μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;
    βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;

    μ' ενα στόμα — единогласно;

    απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;

    από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;

    τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);

    την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;

    από στόματος — наизусть;

    εν ενί στόματι — единодушно, единогласно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στόμα

  • 3 ανοικτό-

    см. ανοιχτο\

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοικτό-

  • 4 γαλάζιος

    α, ο голубой, лазурный, синий;

    βαθύ γαλάζιό — тёмно-голубой цвет;

    ανοιχτό γαλάζιο — светло-голубой цвет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γαλάζιος

  • 5 χρώμα

    τό
    1) цвет, окраска;

    ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;

    ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;
    ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;

    βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;

    4) краска, румянец;

    τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;

    5) цвет лица;

    έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;

    έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;

    αλλάζω χρώμα — меняться в лице;

    6) перен. краски, выразительность;
    ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;

    τοπικό χρώμα — местный колорит;

    8) муз. тон;

    χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;

    § μου κόβει το χρώμαили χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;

    κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;

    κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;

    πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;

    οξύνω τα χρώματα сгущать краски

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρώμα

См. также в других словарях:

  • Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο — (ΕΑΠ). Αυτοτελές και αυτοδιοικούμενο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΕΙ), με έδρα την Πάτρα. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και τελεί υπό την εποπτεία του κράτους, η οποία ασκείται από τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»