Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοίγω

  • 41 вскрывать

    вскрывать, вскрыть 1) (открыть) ανοίγω 2) (обнаружить) αποκαλύπτω
    * * *
    = вскрыть
    1) ( открыть) ανοίγω
    2) ( обнаружить) αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > вскрывать

  • 42 доступ

    доступ м 1) η είσοδος, το προσιτό открыть \доступ επιτρέπω (или ανοίγω) την είσοδο 2) (посещение ) η επίσκεψη
    * * *
    м
    1) η είσοδος, το προσιτό

    откры́ть до́ступ — επιτρέπω ( или ανοίγω) την είσοδο

    2) ( посещение) η επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > доступ

  • 43 занавес

    занавес м η αυλαία, το παραπέτασμα поднимать (опускать) \занавес ανοίγω (κλείνω) την αυλαία
    * * *
    м
    η αυλαία, το παραπέτασμα

    поднима́ть (опуска́ть) за́навес — ανοίγω (κλείνω) την αυλαία

    Русско-греческий словарь > занавес

  • 44 заседание

    заседание с η συνεδρίαση открыть (закрыть) \заседание ανοίγω ( κλείνω) τη συνεδρίαση
    * * *
    с
    η συνεδρίαση

    откры́ть (закры́ть) заседа́ние — ανοίγω (κλείνω) τη συνεδρίαση

    Русско-греческий словарь > заседание

  • 45 отпереть

    Русско-греческий словарь > отпереть

  • 46 поднять

    поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του
    * * *
    1) σηκώνω, υψώνω

    подня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι

    подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι

    подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία

    подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία

    2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζω

    подня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές

    ••

    подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)

    подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα

    подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση

    Русско-греческий словарь > поднять

  • 47 раскрывать

    раскрывать, раскрыть 1) (открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω 2) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \раскрываться 1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι 2) (обнаружиться) αποκαλύπτομαι
    * * *
    = раскрыть
    1) ( открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω
    2) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > раскрывать

  • 48 распаковать

    распаковать, распаковывать ανοίγω ( τα δέματα); \распаковать вещи λύνω τα πράγματα
    * * *
    = распаковывать
    ανοίγω (τα δέματα)

    распакова́ть ве́щи — λύνω τα πράγματα

    Русско-греческий словарь > распаковать

  • 49 распахивать

    распахивать, распахнуть ανοίγω διάπλατα
    * * *
    = распахнуть

    Русско-греческий словарь > распахивать

  • 50 распечатать

    распечатать, распечатывать αποσφραγίζω, ξεσφραγίζω; ανοίγω (открыть)
    * * *
    = распечатывать
    αποσφραγίζω, ξεσφραγίζω; ανοίγω ( открыть)

    Русско-греческий словарь > распечатать

  • 51 включать

    включ||ать
    несов
    1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:
    \включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·
    2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:
    \включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων...

    Русско-новогреческий словарь > включать

  • 52 открываться

    открываться
    1. ανοίγομαι·
    2. (о ране) ἀνοίγω·
    3. (начинаться) ἀνοίγω (άμετ.), ἀρχίζω·
    4. (перед глазами) φαίνομαι, παρουσιάζομαι:
    перед нами открывается красивый вид μπροστά μας απλώνεται ωραία θέα*
    5. (обнаруживаться) έκδηλοϋμαι (о болезни, эпидемии)/ παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι (о случае, возможности и от. п.)·
    6. (открывать свои мысли) εκμυστηρεύομαι, ανοίγομαι σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > открываться

  • 53 пробиваться

    пробиваться
    несов
    1. (прокладывать себе путь) ἀνοίγω δρόμο[ν]/ περνῶ (проникать):
    \пробиваться скюзь толпу́ ἀνοίγω δρόμο μέσα στό πλήθος· с трудом \пробиваться περνώ μέ κόπο· сквозь што́ры \пробиватьсяется свет μέσα ἀπό τά στόρια περνἄ φῶς·
    2. (о растительности) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω:
    у него́ \пробиватьсяются усы ἀρχίζει νά βγάζει μουστάκι.

    Русско-новогреческий словарь > пробиваться

  • 54 проделывать

    проделывать
    несов
    1. (отверстие и т. п.) ἀνοίγω, κά(μ)νω:
    \проделывать ход в заборе ἀνοίγω πέρασμα στό φράχτη·
    2. (выполнять) ἐκτελώ, κά(μ)νω, ἐκπληρώ:
    \проделывать работу ἐκτελώ μιά δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > проделывать

  • 55 прорезать

    прорезать
    сов, прорезать несов ἀνοίγω (μετ.), κόβω:
    \прорезать скатерть τρυπώ τό τραπεζομάντηλο· \прорезать петли ἀνοίγω κουμπότρυπες.

    Русско-новогреческий словарь > прорезать

  • 56 разводить

    разводить
    несов
    1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:
    \разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·
    2. воен.:
    \разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·
    3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:
    \разводить мост σηκώνω τή γέφυρά
    4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг
    5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:
    \разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·
    6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:
    \разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·
    7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·
    8. (разжигать) ἀνάβω:
    \разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας.

    Русско-новогреческий словарь > разводить

  • 57 разворачивать

    разворачивать
    несов
    1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):
    \разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·
    2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:
    \разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:
    \разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·
    4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачивать

  • 58 раздвигать

    раздвигать
    несов, раздвинуть сов ἀνοἰγω (ρετ.) (открывать)! παραμερίζω (μετ.) (отодвигать в стороны):
    \раздвигать занавес ἀνοίγω τήν αὐλαία \раздвигаться παραμερίζω (άμετ.)Ι ἀνοίγομαι (раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > раздвигать

  • 59 раскрывать

    раскрыв||ать
    несов
    1. ἀνοίγω, ξεσκεπάζω·
    2. (обнажать) ξεγυμνώνω, ἀποκαλύπτω·
    3. перен (обнаруживать) ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \раскрывать преступление ἀποκαλύπτω τό Εγκλημα· \раскрывать тайну ἀποκαλύπτω τό μυστικό, ἐκμυστηρεύομαι· ◊ \раскрывать свой карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > раскрывать

  • 60 распаковаться

    распаковать||ся
    ἀνοίγω τίς βαλίτσες, ἀνοίγω τά πράγματα μου.

    Русско-новогреческий словарь > распаковаться

См. также в других словарях:

  • ανοίγω — ανοίγω, άνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοίγω — ἀνοίγνυμι open pres subj act 1st sg ἀνοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] …   Dictionary of Greek

  • γουρλώνω — ανοίγω υπερβολικά τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρουλώνω < μσν. γρυλλώνω < αρχ. γρύλλος «γουρουνάκι»] …   Dictionary of Greek

  • κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεράβω — ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ράβω] …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»