Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοίγομαι

  • 1 открываться

    открываться
    1. ανοίγομαι·
    2. (о ране) ἀνοίγω·
    3. (начинаться) ἀνοίγω (άμετ.), ἀρχίζω·
    4. (перед глазами) φαίνομαι, παρουσιάζομαι:
    перед нами открывается красивый вид μπροστά μας απλώνεται ωραία θέα*
    5. (обнаруживаться) έκδηλοϋμαι (о болезни, эпидемии)/ παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι (о случае, возможности и от. п.)·
    6. (открывать свои мысли) εκμυστηρεύομαι, ανοίγομαι σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > открываться

  • 2 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 3 распахнуть

    ρ.σ.μ.
    ανοίγω διάπλατα•

    распахнуть ворота, дверь ανοίγω διάπλατα την πύλη, την πόρτα.

    || ξεκουμπώνω, ανοίγω (ένδυμα).
    ανοίγομαι διάπλατα. || ξεκουμπώνομαι, ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распахнуть

  • 4 разойтись

    1. (рассеяться, исчезнуть) (δια)σκορπίζομαι 2. (оказаться распроданным, раскупленным) καταναλώνομαι, αναλώνομαι, αναλίσκομαι, εξαντλούμαι 3. (уйти в разные стороны, разделиться на несколько частей) (δια)χωρίζομαι 4. (разъединиться, раздвинуться в стороны) ανοίγομαι, ανοίγω 5. (с кем-л. в чём-л.) διαφωνώ 6. (прекратить связь, порвать отношения) χωρίζω, ξεκόβω, διακόπτω (τις σχέσεις) 7. (распро-страниться где-л., среди кого-л.) κυκλοφορώ, διαδίδομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разойтись

  • 5 раскрыться

    1. (распахнуться, открыться) ανοίγομαι 2. (освободиться от какого-л. покрова) ξεσκεπάζομαι 3. (выявиться, разоблачиться) αποκαλύπτομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыться

  • 6 отворить

    отворить, отворять ανοίγω \отвориться ανοίγω, ανοίγομαι
    * * *
    = отворять

    Русско-греческий словарь > отворить

  • 7 отвориться

    ανοίγω, ανοίγομαι

    Русско-греческий словарь > отвориться

  • 8 открыть

    открыть 1) ανοίγω 2) (музей, выставку и т. л.) εγκαινιάζω 3) (собрание, прения и т. л.) αρχίζω, ανοίγω 4) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \открыться 1) ανοίγομαι 2) (начинаться) ανοίγω, αρχίζω
    * * *
    2) (музей, выставку и т. п.) εγκαινιάζω
    3) (собрание, прения и т. п.) αρχίζω, ανοίγω
    4) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > открыть

  • 9 открыться

    2) ( начинаться) ανοίγω, αρχίζω

    Русско-греческий словарь > открыться

  • 10 раскрывать

    раскрывать, раскрыть 1) (открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω 2) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \раскрываться 1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι 2) (обнаружиться) αποκαλύπτομαι
    * * *
    = раскрыть
    1) ( открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω
    2) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω

    Русско-греческий словарь > раскрывать

  • 11 раскрываться

    1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι
    2) ( обнаружиться) αποκαλύπτομαι

    Русско-греческий словарь > раскрываться

  • 12 взвиваться

    взвивать||ся
    ὑψώνομαι, σηκώνομαι/ ἀνοίγομαι (о занавесе)/ ὑψώνομαι, σηκώνομαι, ἐπαίρομαι (о флаге)/ πετώ ὁρμητικά, ἀνυψώνομαι (о птице, самолете).

    Русско-новогреческий словарь > взвиваться

  • 13 море

    мор||е
    с
    1. ἡ θάλασσα:
    открытое \море ἡ ἀνοιχτή θάλασσα, τό πέλαγος, τά ἀνοιχτά· бурное \море ἡ ταραγμένη θάλασσα· бушу́ющее \море ἡ φουρτούνα, ἡ θαλασσοταραχή· плыть по морю θαλασσοπορώ· выходить в открытое \море βγαίνω στ' ἀνοιχτά, ἀνοίγομαι στό πέλαγος· хозяйничать на \море θαλασσοκρατώ· отдыхать на \море παραθερίζω στή θάλασσα· жить у \морея ζώστήν ἀκρογιαλιά, στήν ἀκροθαλασσιά·
    2. перен ἡ θάλασσα, ὁ ποταμός:
    \море крови ποταμοί αίματος· \море звуков χείμαρρος ήχων ◊ капля в \море σταγόνα στόν ὠκεανό· из-за \морея ἀπό μακρινά μέρη· за \мореем уст. μακρυά, στά ξένα· житейское \море уст. ἡ βιοπάλη· ждать у \морея погоды погов. ζήσε μαϋρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν ἄβγουστο σταφύλι.

    Русско-новогреческий словарь > море

  • 14 отваливать

    отваливать
    несов, отвалить сов
    1. (что-л. тяжелое) παραμερίζω κάτι, ρίχνω· 2· (о пароходе) ἀποπλέω, ἀνοίγομαι στό πέλαγος, σαλπάρω, ἀναχωρώ·
    3. (щедро давать) разг δίνω χουβαρντάδικα.

    Русско-новогреческий словарь > отваливать

  • 15 отворяться

    отворять||ся
    ἀνοίγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > отворяться

  • 16 отпираться

    отпираться I
    несов (открываться) ἀνοίγω, ἀνοίγομαι.
    отпираться II
    несов (отказываться от чего-л.) разг ἀρνιέμαι, ἀρνοῦμαι:
    \отпираться от своих слов ἀρνιέμαι τά λόγια μου.

    Русско-новогреческий словарь > отпираться

  • 17 разворачиваться

    разворачивать||ся
    1. ξεδιπλώνομαι, ξετυλίγομαι/ перен ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι/ ἀνοίγομαι (раскрываться)·
    2. (о самолете, машине) στρίβω, κάνω στροφή, γυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачиваться

  • 18 раздвигать

    раздвигать
    несов, раздвинуть сов ἀνοἰγω (ρετ.) (открывать)! παραμερίζω (μετ.) (отодвигать в стороны):
    \раздвигать занавес ἀνοίγω τήν αὐλαία \раздвигаться παραμερίζω (άμετ.)Ι ἀνοίγομαι (раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > раздвигать

  • 19 раскрываться

    раскрыв||аться
    1. ἀνοίγω (ύ,μη.), ἀνοίγομαι, ξεσκεπάζομαι:
    лепестки́ \раскрыватьсяаются τά πέταλα ἀνοίγουν
    2. (обнажаться) ξεγυμνώνομαι, ἀποκαλύπτομαι·
    3. перен (обнаруживаться) ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раскрываться

  • 20 распечататься

    распечатать||ся
    ἀποσφραγίζομαι/ ἀνοίγομαι (открываться).

    Русско-новогреческий словарь > распечататься

См. также в других словарях:

  • ανοίγομαι — ανοίγομαι, ανοίχτηκα, ανοιγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεξανάγομαι — Α ανοίγομαι εκ τών προτέρων με τα πλοία στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξανάγομαι «ανοίγομαι στο πέλαγος»] …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • εμπελαγίζω — ἐμπελαγίζω (Α) ανοίγομαι στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»