-
1 ἀνθίζω
ἀνθίζω, mit Blumen schmücken, Eur. Ion. 890; φαρμάκοις, färben, Her. 1, 98; καὶ βάπτειν τὴν χεῖρα Arist. H. A. 5, 15; übertr., οὐ μὴ γήρᾳ καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ' οὐδ' ὑποπτεύσουσιν ὧδ' ἠνϑισμένον Soph. Et. 43. nach gew. Erkl., mit weißem Schmuck der Haare, wahrscheinlicher von dem geschmückten Aeußern zu verstehen, s. Herm.; λέξιν D. Hal. lud. Isocr. 13, den Stil ausschmücken. Im med., Blumen sammeln, App. – Bei Ath. XIV, 655 e sagt Epicrat. κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ήνϑισμένα durch Feuer gebräunt.
-
2 ἀνθίζω
ἀνθίζω, mit Blumen schmücken; mit weißem Schmuck der Haare, wahrscheinlicher von dem geschmückten Äußeren zu verstehen; den Stil ausschmücken; Blumen sammeln -
3 περι-ανθίζω
περι-ανθίζω, ringsumher mit Blumen umgeben, Sp., im eigtl. Sinne u. übertr., schmücken, zieren.
-
4 κατ-ανθίζω
κατ-ανθίζω, mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνϑισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.
-
5 δι-εξ-ανθίζω
δι-εξ-ανθίζω, Eub. bei Ath. XV. 679 a, στέφανοι διεξηνϑισμένοι, emend. für διηνϑημένοι, mit Blumen geschmückt.
-
6 δι-ανθίζω
δι-ανθίζω, mit Blumen sticken; χλαμύδες διηνϑισμέναι Plut. Philop. 9; übh. = verzieren, schmücken; στέφανος λίϑοις πολυτελέσι διηνϑισμένος Hdn. 5, 3, 12; τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. Bis acc. 16, u. a. Sp. – Med. = ἀπανϑίζομαι, Clem. Al.
-
7 λευκ-ανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανϑίζοντα ἴδωνται, τοῠτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανϑίζοντες ὀφϑαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
-
8 ἀπ-ανθίζω
ἀπ-ανθίζω, Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανϑισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῠ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνϑίσϑαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ ἄνϑος.
-
9 ἐπ-ανθίζω
ἐπ-ανθίζω, mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνϑισμένος, bunt gemalt, D. Sic. 1, 49; ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνϑισμένον Paus. 7, 26, 6; ἐλέφαντα ἐπήνϑιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen, Luc. hist. conscr. 51; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύϑημα πλεῖον ἐπανϑίσῃ, rothe. Farbe aufträgt, ibd. 13; übrtr., von der Rede, ἀπαγγελία ὀνόμασι ποιητικοῖς ἐπηνϑισμένη Philostr. – Aesch. sagt πολλοῖς ἐπανϑίσαντες πόνοισι γενεάν, Spt. 932, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανϑίζειν παιᾶνα Ch. 148, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan, Schol. στέφειν ὡς ἄνϑεσι; im med., πολύμναστον ἐπηνϑίσω αἷμ' ἄνιπτον Ag. 1438, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut.
-
10 ἐξ-ανθίζω
ἐξ-ανθίζω, mit Blumen schmücken; καϑήμεϑ' ἐξηνϑισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυϑίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνϑισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
-
11 ἀπανθίζω
ἀπ-ανθίζω, Blumen abpflücken; das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene -
12 διανθίζω
δι-ανθίζω, mit Blumen sticken; übh. = verzieren, schmücken -
13 διεξανθίζω
δι-εξ-ανθίζω, στέφανοι διεξηνϑισμένοι, emend. für διηνϑημένοι, mit Blumen geschmückt -
14 ἐξανθίζω
ἐξ-ανθίζω, mit Blumen schmücken od. blumenartig geschmückt; übh. schmücken; Blumen für sich abpflücken -
15 ἐπανθίζω
ἐπ-ανθίζω, mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνϑισμένος, bunt gemalt; ἐλέφαντα ἐπήνϑιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύϑημα πλεῖον ἐπανϑίσῃ, rote Farbe aufträgt; übrtr., von der Rede; πολλοῖς ἐπανϑίσαντες πόνοισι γενεάν, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανϑίζειν παιᾶνα, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan; πολύμναστον ἐπηνϑίσω αἷμ' ἄνιπτον, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut -
16 κατανθίζω
κατ-ανθίζω, mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken -
17 λευκανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee -
18 περιανθίζω
περι-ανθίζω, ringsumher mit Blumen umgeben, übertr., schmücken, zieren
См. также в других словарях:
ανθίζω — ανθίζω, άνθισα, ανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ανθίζω : στα ρεμπέτικα τραγούδια συναντάται ο παθητικός τύπος ανθίζομαι με την έννοια καταλαβαίνω, «παίρνω μυρωδιά» … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνθίζω — strew pres subj act 1st sg ἀνθίζω strew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθίζω — (AM ἀνθίζω) νεοελλ. 1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια 2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω 3. ανθίζουμαι μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω αρχ. 1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη 2. καλλωπίζω διακοσμώ 3.… … Dictionary of Greek
ανθίζω — άνθισα, ανθίστηκα, ανθισμένος (και ανθώ) 1. λουλουδίζω, αποκτώ άνθη: Τα περισσότερα δέντρα είχαν ανθίσει. 2. ακμάζω: Στην αρχαία Ελλάδα άνθισαν κάποτε τα γράμματα κι οι επιστήμες. 3. το μέσ., ανθίζομαι μυρίζομαι, παίρνω είδηση: Ανθίστηκα αμέσως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠνθισμένα — ἀνθίζω strew perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθισμένᾱ , ἀνθίζω strew perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθισμένᾱ , ἀνθίζω strew perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθιεῖ — ἀνθίζω strew fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνθίζω strew fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθιεῦσι — ἀνθίζω strew fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ἀνθίζω strew fut ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίζει — ἀνθίζω strew pres ind mp 2nd sg ἀνθίζω strew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίσαι — ἀνθίζω strew aor inf act ἀνθίσαῑ , ἀνθίζω strew aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνθισμένον — ἀνθίζω strew perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνθίζω strew perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανανθίζω — ανθίζω πάλι, βγάζω πάλι άνθη … Dictionary of Greek