-
1 κατ-ανθίζω
κατ-ανθίζω, mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνϑισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.
-
2 κατανθίζω
κατ-ανθίζω, mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken
См. также в других словарях:
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek