Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανεπιτυχής

См. также в других словарях:

  • ανεπιτυχής — (Α ἀνεπιτυχής, ές) μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς άστοχος, σφαλερός: Τα πειράματα που έγιναν ήταν ανεπιτυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

  • άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίτευκτος — η, ο (AM ἀνεπίτευκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος αρχ. μσν. ο ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

  • αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία …   Dictionary of Greek

  • ατυχής — ές (AM ἀτυχής, ές) δυστυχής, κακότυχος νεοελλ. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος μσν. 1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία 2. κακός, μοχθηρός αρχ. αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» που έχουν κάποια σοφία).… …   Dictionary of Greek

  • δυσαγρία — δυσαγρία, η (Α) ανεπιτυχής αλιεία …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»