-
1 ανεπιτυχής
ης, ες неудачный, безуспешный -
2 ανεπιτυχής
[анэпитихис] εκ. неудачный, безуспешный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεπιτυχής
-
3 ανεπιτυχής
[анэпитихис] επ неудачный, безуспешный. -
4 ἀνεπιτυχής
-
5 ανεπιτυχής
безуcпешенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ανεπιτυχής
-
6 ανεπιτυχής
abortiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανεπιτυχής
-
7 наименее
наименее το πιο λιγότερο' \наименее удачный о πιο ανεπιτυχής* * *το πιο λιγότεροнаиме́нее уда́чный — ο πιο ανεπιτυχής
-
8 неудачный
неудачный ανεπιτυχής, αποτυχημένος· \неудачныйая попытка η αποτυχημένη απόπειρα* * *ανεπιτυχής, αποτυχημένοςнеуда́чная попы́тка — η αποτυχημένη απόπειρα
-
9 безрезультатно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безрезультатно
-
10 безуспешно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безуспешно
-
11 безрезультатный
безрезультатн||ыйприл χωρίς ἀποτέλεσμα, ἀτελεσφόρητος / ἀνεπιτυχής (безуспешный) / μάταιος (тщетный). -
12 безуспешный
безуспешн||ыйприл ἀνεπιτυχής, ἀτελεσφόρητος, ἀποτυχημένος. -
13 неблагополучный
неблагополу́чн||ыйприл ἀτυχής, δυσμενής, ἀνεπιτυχής:\неблагополучныйое положение ἡ δυσμενής κατάσταση. -
14 неудачный
неудач||ныйприл ἀνεπιτυχής, ἀποτυχημένος, ἀτυχής, κακότυχος (неудавшийся):\неудачныйная попытка ἡ ἀποτυχημένη ἀπόπειρα· \неудачныйный ответ (выбор) ἡ ἀτυχής ἀπάντηση (ἐκλογή)· \неудачныйная фотография ἡ ἀποτυχημένη φωτογραφία. -
15 abortive
[-tiv]adjective (unsuccessful: an abortive attempt to climb the mountain.) ανεπιτυχής, ατελέσφορος -
16 безуспешный
επ., βρ: член, -шна, -шноανεπιτυχής, άστοχος, ατελεσφόρητος, άκαρπος•-ые попытки άκαρπες προσπάθειες.
-
17 грустный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. λυπημένος, θλιμμένος, θλιφτός,τεθλιμμένος•-ая песня θλιμμένο τραγούδι•
-ые воспоминания θλιμμένες αναμνήσεις•
-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο•
-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο.
|| θλιβερός.2. άσχημος, ανεπιτυχής, για κλάφιμο•-ые результаты работы άσχημα αποτελέσματα της δουλειάς.
-
18 небезуспешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно; όχι ανεπιτυχής, επιτυχής εν μέρει•επιτυχείς εν μέρει προσπάθειες. -
19 неспорый
επ. (απλ.) ακανόνιστος, ατακτοποίητος, αρεγουλάριστός, αρύθμιστος•-ая работа εργασία χωρίς ρυθμό.
|| νωθρός, οκνός, νωχελής, οκνηρός. || άσχημος, κακός, ανεπιτυχής, με κακή έκβαση•скоро да -о (επίρ.) ρμ. η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
-
20 несчастливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτυχος, -χής, κακότυχος, άμοιρος, κακορίζικος•-ая женщина κακότυχη γυναίκα.
|| ανεπιτυχής•несчастливый день αποφράδα (γρουσούζικη) μέρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανεπιτυχής — (Α ἀνεπιτυχής, ές) μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής … Dictionary of Greek
ανεπιτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς άστοχος, σφαλερός: Τα πειράματα που έγιναν ήταν ανεπιτυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ανεπίτευκτος — η, ο (AM ἀνεπίτευκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος αρχ. μσν. ο ανεπιτυχής … Dictionary of Greek
αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία … Dictionary of Greek
ατυχής — ές (AM ἀτυχής, ές) δυστυχής, κακότυχος νεοελλ. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος μσν. 1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία 2. κακός, μοχθηρός αρχ. αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» που έχουν κάποια σοφία).… … Dictionary of Greek
δυσαγρία — δυσαγρία, η (Α) ανεπιτυχής αλιεία … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek