Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανδρικά

  • 1 обувь

    обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ
    * * *
    ж
    τα υποδήματα, τα παπούτσια

    де́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια

    же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια

    рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια

    спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ

    Русско-греческий словарь > обувь

  • 2 обувь

    обувь
    ж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:
    женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > обувь

  • 3 обувь

    θ.
    υπόδημα, παπούτσι, -ια•

    кожаная обувь δερμάτινα παπούτσια•

    летняя обувь καλοκαιρινά παπούτσια•

    спортивная обувь αθλητικά παπούτσια•

    валяная обувь τσόχινα παπούτσια•

    мужская обувь ανδρικά παπούτσια•

    женская обувь γυναικεία παπούτσια•

    детская обувь παιδικάπαπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > обувь

  • 4 платье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•

    мужское платье ανδρικά ενδύματα•

    женское платье γυναικεία ενδύματα•

    магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•

    траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.

    2. φουστάνι, φόρεμα•

    шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.

    Большой русско-греческий словарь > платье

  • 5 туфли

    -фель, -флям πλθ. (ενκ. туфля, -и θ. κ. (απλ.) туфель, -фля α.)
    υποδήματα (γυναικεία ή ανδρικά ως τον αστράγαλο)• σκαρπίνια• μισά.

    Большой русско-греческий словарь > туфли

  • 6 штиблеты

    -лет πλθ. (ενκ. штиблета -ы θ.)
    1. οι περικνημίδες (γκέτες).
    2. άρβυλα ανδρικά.

    Большой русско-греческий словарь > штиблеты

См. также в других словарях:

  • ἀνδρικά — ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc pl ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc/acc dual ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρικάς — ἀνδρικά̱ς , ἀνδρικός masculine fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Ιερά Μητρόπολη — Εδρεύει στο Μεσολόγγι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 212 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 194 ιερείς. Για την πλέον άρτια περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μεσολογγίου, Αγρινίου, Αμφιλοχίας, Αστακού,… …   Dictionary of Greek

  • Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κέρκυρα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 180 ενοριακοί ναοί. Μητροπολίτης είναι από το 2002 ο σεβασμιότατος Γεράσιμος. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι αρχιερατικές επιτροπείες Πόλης και… …   Dictionary of Greek

  • έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • αμυκλάδες — αι αρχ. γνωστά σ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο ανδρικά παπούτσια πολυτελείας, που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες τής Λακωνικής. Οι αμυκλάδες ή αμυκλαΐδες ήταν διακοσμημένες με μεταλλικά ποικίλματα και διακρίνονταν από το έντονο κόκκινο χρώμα τους. Τίς… …   Dictionary of Greek

  • ανδρίζω — ἀνδρίζω (AM) μσν. 1. δυναμώνω, ενισχύω 2. μέσ. ἀνδρίζομαι α) δείχνω ανδρεία β) αναθαρρώ αρχ. 1. κάνω κάποιον γενναίο 2. μέσ. α) ανδρώνομαι β) φέρομαι ως άνδρας γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα δ) συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»