Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γυναικεία

  • 1 женский

    επ.
    γυναικείος, -κίσιος, -ώδης, θη-λικός•

    -ая обувь γυναικείο παπούτσι•

    женский труд γυναικεία εργασία•

    -ая хитрость γυναικεία πονηριά•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας•

    женский почерк γυναικείος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая нежность γυναικεία τρυφερότητα•

    -ие прихоти γυναικεία καπρίτσια.

    || των θηλέων, για τα θήλεα•

    -ая школа παρθεναγωγείο•

    -ая гимназия γυμνάσιο θηλέων•

    -ие органы γυναικεία όργανα•

    -ие цветки у растений τα θήλεα άνθη.

    εκφρ.
    - ие болезни – γυναικολογικές παθήσεις•
    женский вопрос – το γυναικείο ζήτημα (της κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας)•
    - ая логикаειρν. κ. αστ.) γυναικεία λογική•
    женский пол – γυναικείο φύλο (τα γενετικά όργανα ή οι γυναίκες)•
    - ая линия – συγγένεια από το μέρος της γυναίκας•
    - ая рифма – θηλυκές ομοιοκαταλήξεις (που λήγουν σε άφωνη συλλαβή).

    Большой русско-греческий словарь > женский

  • 2 обувь

    обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ
    * * *
    ж
    τα υποδήματα, τα παπούτσια

    де́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια

    же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια

    рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια

    спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ

    Русско-греческий словарь > обувь

  • 3 босоножки

    босо́||но́жки
    мн. (ед. босоножка ж) (обувь) τά θερινά γυναικεία παπούτσια, τά γυναικεία πέδιλα.

    Русско-новогреческий словарь > босоножки

  • 4 вульва

    анат. το αιδοίο, τα γυναικεία εξωτερικά γενετικά όργανα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вульва

  • 5 дамский

    дамский
    прил γυναικείος, τῶν κυριών, γιά κυρίες:
    \дамский портной ράφτης γυναικείων \дамский зал (в парикмахерской) ἡ γυναικεία αίθουσα· \дамский парикмахер ὁ κομμωτής.

    Русско-новогреческий словарь > дамский

  • 6 жеиственный

    жеиственн||ый
    прил μέ θηλυκότητα, μέ γυναικεία χάρη.

    Русско-новогреческий словарь > жеиственный

  • 7 обувь

    обувь
    ж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:
    женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > обувь

  • 8 пляж

    пляж
    м ἡ πλαζ:
    песчаный \пляж ἡ ἀμμουδιά· мужской \пляж ἡ πλαζ γιά τους ἄν-δρες· женский \пляж ἡ γυναικεία πλαζ.

    Русско-новогреческий словарь > пляж

  • 9 сумка

    су́мка
    ж
    1. ἡ σακκούλα, ἡ τσάντα:
    дамская \сумка ἡ γυναικεία τσάντα· \сумка школьника ἡ σάκκα· плетеная \сумка τό δίχτυ· патронная \сумка воен. ἡ φυσιγγιο-θήκη, ἡ (μ)παλ(λ)άσκα·
    2. (у сумчатых животных) ὁ μάρσιπος· ◊ сердечная \сумка анат. τό περικάρδιον.

    Русско-новогреческий словарь > сумка

  • 10 таикетка

    таикетка
    ж
    1. воен. τό μικρό τανκ, τό μικρό ἄρμα μάχης·
    2. (женская обувь) γυναικεία πέδιλα

    Русско-новогреческий словарь > таикетка

  • 11 альт

    -а и.-а, πλθ. альты α.
    1. άλτο, βαθιά παιδική ή γυναικεία φωνή.
    2. (μουσ.) η δεύτερη φωνή.
    3. άλτο (μουσικό όργανο).

    Большой русско-греческий словарь > альт

  • 12 бабий

    -ья, -ье, επ.
    (απλ.) γυναικείος•

    голос γυναικεία φωνή•

    бабий платок γυναικείο μαντήλι.

    εκφρ.
    - ьи сказки – γυναικείες κουβέντες, παραμύθια•
    - ье лето – το γαϊδουροκαλόκαιρο, το καλοκαιράκι τ’ Αι-Δημητριού.

    Большой русско-греческий словарь > бабий

  • 13 блуза

    θ.
    μπλούζα, φόρμα•

    рабочая блуза η εργατική φόρμα•

    матроская блуза η ναυτική μπλούζα.

    || παλ. φαρδιά γυναικεία οικιακή μπλούζα.

    Большой русско-греческий словарь > блуза

  • 14 босоножка

    θ.
    γυναίκα ξυπόλυτη. || πλθ. -и γυναικεία ξώφτερνα παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > босоножка

  • 15 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 16 горжет

    α.
    περιλαίμια γούνα γυναικεία.

    Большой русско-греческий словарь > горжет

  • 17 дамский

    επ.
    γυναικείος•

    -ая обувь γυναικεία υποδήματα•

    дамский велосипед γυναικείο ποδήλατο•

    -ое общество ο γυναικόνιοσμος, ο ωραιόκοσμος.

    εκφρ.
    дамский угодник – γυναικόφιλος, φιλογύνης, φίλος του ωραίου φύλου.

    Большой русско-греческий словарь > дамский

  • 18 женственность

    θ.
    γυναικεία χάρη, τρυφερότητα, κομψότητα.

    Большой русско-греческий словарь > женственность

  • 19 женственный

    επ., -вен, -венна, -венно
    γυναικείος, τρυφερός, θελκτικός•

    -ая натура γυναικεία φύση.

    Большой русско-греческий словарь > женственный

  • 20 контральто

    ουδ. άκλ. κ. παλ. α. κοντράλτο, η πιο χαμηλή γυναικεία φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > контральто

См. также в других словарях:

  • γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… …   Dictionary of Greek

  • Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… …   Dictionary of Greek

  • Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… …   Dictionary of Greek

  • γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»