-
1 αναψυχω
(ῡ)1) охлаждать, освежать(ἀνθρώπους Hom.; ἵππους ἱδρῶτι περιρρεομένους Plut.)
παρὰ κρήνην βάσιν ἀ. Eur. — освежать ноги в источнике2) давать отдых, подкреплять отдыхом(σῶμα ἀναψυχόμενον Plat.)
ἀναψῦξαί τινα πόνων Eur. — дать кому-л. отдых от трудов;ἀναψῦξαι γούνατα Hes. — дать отдохнуть коленям;ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Hom. — они отдохнули душой;ἀ. ἕλκος Hom. — утолять боль от раны3) просушивать, сушить(ναῦς Her., Xen.; ἱδρῶτα, αὐλαίας Plut.)
4) отдыхать Anth. -
2 ἀναψύχω
{с.гл., 1}1. перех. освежать, давать отдых (2Тим. 1:16);▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναψύχω
-
3 αναψύχω
{с.гл., 1}1. перех. освежать, давать отдых (2Тим. 1:16);▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναψύχω
-
4 αναψύχω
(αόρ. ανέψυξα) μετ.1) охлаждать; 2) освежать; 3) давать отдых; развлекать, занимать -
5 ἀναψύχω
1. перех. освежать, давать отдых; 2. неперех. отдыхать, покоиться, освежиться; LXX: (נפשׂ), (חיה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναψύχω
-
6 ανεψυχθεν
-
7 404
{с.гл., 1}1. перех. освежать, давать отдых (2Тим. 1:16);▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 404
См. также в других словарях:
αναψυχώ — ἀναψυχῶ ( όω) (Μ) 1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω 2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι … Dictionary of Greek
ἀναψυχῶ — ἀναψύχω cool aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψύχω — ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres subj act 1st sg ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι … Dictionary of Greek
αναψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, υποβάλλω κάτι σε νέα ψύξη: Οι κατεψυγμένες τροφές, αν αποψυχτούν, δεν πρέπει να αναψύχονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναψυγέντα — ἀναψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναψύχω cool aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψῦχον — ἀναψύχω cool pres part act masc voc sg ἀναψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέψυχεν — ἀναψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) ἀνέψῡχεν , ἀναψύχω cool imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμψῦξαι — ἀναψύχω cool aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψυγῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψυχῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)