Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αναφορικός

См. также в других словарях:

  • ἀναφορικός — standing in relation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφορικός — ή, ό (Α ἀναφορικός, ή, όν) [αναφορά] 1. εκείνος που αναφέρεται σε κάτι, που σχετίζεται με κάτι 2. (Γραμμ.) (για αντωνυμίες, προτάσεις, επιρρήματα) αυτός που αναφέρεται σε κάτι προηγούμενο αρχ. 1. ο σχετικός με την ανατολή των αστέρων 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • αναφορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σχετίζεται με κάτι: Αναφορικά με το ζήτημα εκείνο έχω να σου πω καλά νέα. 2. «αναφορικές λέξεις» λέγονται αυτές (αντωνυμίες ή επιρρήματα) που δείχνουν σχέση με όνομα ή επίρρημα για το οποίο γίνεται λόγος σε άλλη πρόταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφορικός νόμος — Συλλογή συγγραμμάτων διάσημων νομικών, στα οποία δόθηκε ισχύς νόμου από τον Θεοδόσιο B’ και τον Βαλεντινιανό Γ’ το 426 μ.Χ …   Dictionary of Greek

  • ἀναφορικά — ἀναφορικός standing in relation neut nom/voc/acc pl ἀναφορικά̱ , ἀναφορικός standing in relation fem nom/voc/acc dual ἀναφορικά̱ , ἀναφορικός standing in relation fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικώτερον — ἀναφορικός standing in relation adverbial comp ἀναφορικός standing in relation masc acc comp sg ἀναφορικός standing in relation neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικῶν — ἀναφορικός standing in relation fem gen pl ἀναφορικός standing in relation masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικόν — ἀναφορικός standing in relation masc acc sg ἀναφορικός standing in relation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικαῖς — ἀναφορικός standing in relation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικαί — ἀναφορικός standing in relation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφορικοῖς — ἀναφορικός standing in relation masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»