-
1 относиться
относиться 1) (иметь отношение) αφορώ, αναφέρομαι 2) см. отнестись* * *1) ( иметь отношение) αφορώ, αναφέρομαι2) см. отнестись -
2 сослаться
-
3 значиться
значитьсяἀναφέρομαι, ὑπάρχω:\значиться в списке ἀναφέρομαι στον κατάλογο. -
4 ссылаться
ссылатьсянесов1. (на кого-л., что-либо) ἀναφέρομαι, στηρίζομαι, προβάλλω ὡς ἐπιχείρημα:\ссылаться на авторитеты ἀναφέρομαι σέ αὐθεντίες·2. (оправдываться) δικαιολογούμαι, προβάλλω ὡς δικαιολογία:\ссылаться на болезнь προβάλλω τή δικαιολογία τής ἀσθένειας. -
5 сослать
сошлю, сошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосланный, βρ: сослан, -а, -оρ.σ.μ. εξορίζω, εκτοπίζω, εξοστρακίζω.αναφέρομαι, μνημονεύω, κάνω μνεία•сослать на чьи-н. слова αναφέρομαι σταλόγια κάποιου.
|| προφασίζομαι, δικαιολογούμαι. -
6 обращаться
1. (вращаться вокруг своей оси или другого тела) περιστρέφομαι 2. (циркулировать) κυκλοφορώ 3. (адресоваться) απευθύνομαι, αναφέρομαι ^(становиться, превращаться) μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι 5. (манипулировать, пользоваться) (напр. осторожно) (μετα)χειρίζομαι, χρησιμοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращаться
-
7 относиться
относитьсянесов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:\относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·3. мат σχετίζομαι προς. -
8 значиться
[ζνάτσιτσα] ρ. αναφέρομαι -
9 ссылаться
[σουλάτσα] ρ. αναφέρομαι, στηρίζομαι -
10 значиться
[ζνάτσιτσα] ρ αναφέρομαι -
11 ссылаться
[σουλάτσα] ρ αναφέρομαι, στηρίζομαι -
12 говорить
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.
|| κατέχω ξένη γλώσσα•говорить по-русски μιλώ ρωσικά.
2. λέγω, λέω•говорить правду λέγω την αλήθεια•
говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.
|| διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•-ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.
|| μαρτυρώ, αποδείχνω•факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.
εκφρ.говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•иначе -я – με άλλα λόγια•само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•что вы -ите! – τι λέτε!•это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•не -я уже – για να μην πω ακόμα.1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.3. φημολογούμαι• λέγομαι•как -ится όπως λέγεται.
-
13 относить
относить 1-ошу, -осишьρ.δ.βλ. отнести.относить 2-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. δε φορώ πιά, παύω να φορώ (ένδυμα, υποδήματα).1. βλ. отнестись.2. συμπεριλαμβάνομαι, -βαίνομαι, συγκαταλέγομαι• ανήκω•летучая мышь -ится к классу млекопитающих η νυχτερίδα ανήκει στην τάξη των θηλαστικών.
3. έχω σχέση, σχετίζομαι αναφέρομαι.4. απευθύνομαι, προορίζομαι.5. (γΐ•α χρόνο) ανάγομαι.6. αφορώ•это ко мне не -ится αυτό δεν αφορά εμένα.
7. (μαθ.) σχετίζομαι. -
14 послать
пошлю, пошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.στέλλω, στέλνω•послать письмо στέλλω γράμμα•
послать за доктором στέλλω για το γιατρό•
послать рукой поцелуй στέλλω φιλί με το χέρι•
послать мяч в сетку στέλλω τη μπάλα στα δίχτιά, βάζω γκολ.
|| ρίχνω•послать взгляд ρίχνω ματιά.
|| κινώ, φέρω•послать тело вперд φέρω το σώμα μπροστά.
|| προωθώ.εκφρ.чем Бог -ал – με ό,τι μας έδοσε ο Θεός, με ό,τι έχομε ή υπάρχει (για κέρασμα κ.τ.τ.),παλ. αναφέρομαι σε κάποιον φέρω ως μάρτυρα.
См. также в других словарях:
αναφέρομαι — αναφέρομαι, αναφέρθηκα βλ. πίν. 218 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναφέρομαι — ἀναφέρω bring pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμβάνω — αναφέρομαι σε κάτι, το περιλαμβάνω σε κάποιο κείμενο: Το άρθρο διαλαμβάνει το θέμα της κόσμιας συμπεριφοράς στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
αναφέρω — και αναφέρνω ανάφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μνημονεύω: Από τους παλαιούς πρώτος το αναφέρει αυτό ο Ξενοφώντας. 2. κάνω λόγο για κάποιον: Μη μου αναφέρεις άλλη φορά αυτό το όνομα. 3. το μέσ., αναφέρομαι σημαίνει είτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… … Dictionary of Greek
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek