-
41 калека
калека м, ж ὁ σακάτης, ὁ ἀνάπηρος, -
42 неработоспособный
неработоспособныйприл ἀνίκανος (πρός ἐργασίαν), ἀνάπηρος. -
43 увечный
увеч||ный1. прил σακάτικος, ἀκρωτηριασμένος·2. м ὁ ἀνάπηρος, ὁ σακάτης. -
44 ός
η, ό αντων котор|ый, -ая, -ое;§ εκ των ων ойк άνευ без чего нельзя; самое необходимое; ο περί ου ο λόγος тот самый, о ком идёт (или была) речь; εφ' ώ поэтому; καθ' ό ανάπηρος как инвалид..., так как он инвалид...; εξ' об... отсюда (следует), поэтому (говорят)...; εξ' ου το ρητόν... отсюда и поговорка...; αφ' ης... с тех пор как..., с того дня как...; αφ' ης στιγμής... а) с того момента как...; б) раз он... (она... и т. д.); ό μη γένοιτο дай бог, чтобы не случилось... -
45 αναπήροις
-
46 ἀναπήροις
-
47 αναπήρου
-
48 ἀναπήρου
-
49 αναπήρους
-
50 ἀναπήρους
-
51 αναπήρω
-
52 ἀναπήρῳ
-
53 αναπήρων
-
54 ἀναπήρων
-
55 ανάπηρα
-
56 ἀνάπηρα
-
57 ανάπηροι
-
58 ἀνάπηροι
-
59 376
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 376
-
60 cripple
См. также в других словарях:
ἀνάπηρος — maimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπηρος — η, ο 1. ακρωτηριασμένος, σακάτης: Του είχαν δώσει το περίπτερο, γιατί ήταν ανάπηρος πολέμου. 2. ανίκανος, μερικά ή ολικά, για δουλειά από έλλειψη σωματικής ή πνευματικής αρτιότητας: Έκανε αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν από παιδί ανάπηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
ἀναπήρως — ἀνάπηρος maimed adverbial ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρον — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc sg ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήροις — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρου — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρους — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρων — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρα — ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)