Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανάβω

  • 121 загореть

    -рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревший
    ρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•

    у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.

    1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•

    дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.

    || ανάβω•

    -лись огни άναψαν φωτιές.

    || μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•

    глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•

    -лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•

    -лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.

    εκφρ.
    что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > загореть

  • 122 задориться

    -рюсь, -ришься
    ρ.δ. (απλ.) εξάιττομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > задориться

  • 123 заняться

    займусь, займешься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. занявшийся, ρ.σ.
    1. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι•

    заняться спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό•

    заняться политикой ασχολούμαι με την πολιτική•

    пустяками ασχολούμαι με τιποτενια πράγματα.

    2. αρχίζω, καταπιάνομαι•

    он -лся письмом αυτός άρχισε να γράφει•

    она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά.

    εκφρ.
    дух -лся (занимает(ся); дыхание -лось (занимает(ся) – μου πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή.
    ρ.σ.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    сажа в трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πήρε φωτιά.

    2. αρχίζω να (ανα) φαίνομαι•

    заря -лась άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει.

    Большой русско-греческий словарь > заняться

  • 124 запаливать

    ρ.δ.
    βλ. запалить 1.
    ανάβω, παίρνω φωτιά.
    ρ.δ.
    βλ. запалить 2.
    βλ. запалиться.

    Большой русско-греческий словарь > запаливать

  • 125 запалить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανάβω, βάζω φωτιά.
    ρ.σ.μ.
    1. παραποτίζω, βλάπτω καθιδρωμένο άλογο.
    2. λαχανιάζω, κάνω να λαχανιάσει.
    3. αρχίζω να λαχανιάζω.
    παθαίνω εμφύσημα, άσθμα.

    Большой русско-греческий словарь > запалить

  • 126 засветить

    -ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засвеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανάβω (λαμπάδα κ.τ.τ.).
    2. μπατσίζω, χαστουκίζω, αστράφτω.
    3. (για φωτοπαθείς ταινίες)• φωτίζω, αχρηστεύω, αφήνω να περάσει φως.
    4. -ит αρχίζει να φέγγει.
    1. παίρνω φως, αχρηστεύομαι (για φωτογραφ. ταινία).
    2. - ится αρχίζει, να φωτίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > засветить

  • 127 кипятить

    -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кипячённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.δ. μ. βράζω•

    кипятить воду, молоко βράζω νερό, γάλα•

    кипятить бель βράζω τα ρούχα.

    1. βράζω•

    молоко -ится το γάλα βράζει•

    бельё -ится τα ρούχα βράζουν, ζεματίζονται.

    2. μτφ. εξάπτομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > кипятить

  • 128 костёр

    -тра α.
    φωτιά (στο ύπαιθρο)•

    пионерский костёр πιονέρικη φωτιά•

    разводить костёр ανάβω φωτιά.

    || σωρός ξύλων.
    -тра α.
    σκάρτο (κοκκώδης κτηνοτροφή).

    Большой русско-греческий словарь > костёр

См. также в других словарях:

  • ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάβω — ανάβω, άναψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • ἀναβῶ — ἀνάπτω make fast on aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀναβαίνω go up aor subj act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβω — ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβοσβήνω — ανάβω και σβήνω συνεχώς, κατ’ επανάληψη …   Dictionary of Greek

  • ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …   Dictionary of Greek

  • αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • αναδαίω — ἀναδαίω (Α) ανάβω, βάζω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δαίω «ανάβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»