-
1 зажечь
-жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена-жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•
зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•
зажечь свет ανάβω το φως.
2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.ανάβω, καίω, φέγγω•|| εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω. -
2 разжечь
разожгу, разожжшь, разожгут, о παρλθ. χρ. разжг, разожгла, разожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разожженный,: βρ: -жжн, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•разжечь огонь ανάβω φωτιά•
разжечь дрова ανάβω τα ξύλα.
(απρόσ.) καίω θερμαίνω πολύ•песок жаром разожгло ο άμμος έκαψε πολύ•
железо разожгло το σίδερο έκαψε (για σφυρηλάτηση).
2. μτφ. υποδαυλίζω•разжечь ненависть ανάβω το μίσος.
ανάβω, παίρνω φωτιά. -
3 включить
включить 1) (в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω 2) (привести в действие) βάζω (μπρος) ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.); \включить мотор βάζω μπρος το μοτέρ \включить радио ανοίγω (или ανάβω) το ράδιο \включиться (присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω* * *1) ( в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω2) ( привести в действие) βάζω (μπρος); ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.)включи́ть мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
включи́ть ра́дио — ανοίγω ( или ανάβω) το ράδιο
-
4 зажечь
-
5 зажигаться
1. (загореться) ανάβω, παίρνω φωτιά 2. (ο дуге) ανάβω 3. (об индикаторной или сигнальной лампе) ανάβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажигаться
-
6 закуривать
закуривать, закурить ανά βω' \закуривать сигарету ανάβω τσιγά ρο разрешите закурить επι τρέψτε μου να καπνίσω* * *= закуритьзаку́ривать сигаре́ту — ανάβω τσιγάρο
разреши́те закури́ть — επιτρέψτε μου να καπνίσω
-
7 вспыхивать
вспыхиватьнесов, вспыхнуть сов1. ἀνάβω, ἀνάπτω (об огне)/ ἀναφλέγομαι, παίρνω φωτιά (о соломе, дереве и т. п.)/ ἀνάβω ξαφνικά, ξεσπάω, ἐκρήγνυμαι (о пожаре)·2. перен (о войне, забастовке, эпидемии и т. п.) ξεσπάνω, ξεσπώ, ἐκρη-γνύομαι, ἐκρήγνυμαι, ἀνάβω·3. (краснеть) κοκκινίζω, ἐρυθριώ:\вспыхивать от радости κοκκινίζω ἀπό χαρά. -
8 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
9 разгораться
разгоратьсянесов, разгореться сов1. ἀνάβω (άμετ.), ἀναφλέγομαι·2. перен ἀνάβω/ ἀστράφτω (о глазах)·3. (о битве, споре и т. п.) φουντώνω, ἀνάβω (άμετ.). -
10 разжечь
разжечьсов, разжигать несов1. ἀνάβω (μετ.), συνδαυλίζω, ὑποδαυλίζω:\разжечь огонь ἀνάβω τή φωτιά·2. перен ἐξάπτω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀνάβω, ὑποδαυλίζω:\разжечь ненависть ἐξάπτω τό μίσος· \разжечь войну ὑπο-δαυλίζω τόν πόλεμο· \разжечь чье-л. любопытство διεγείρω τήν περιέργειαν. -
11 возжечь
-жгу, жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. возжег, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возжженный, βρ: -жжен, -жжена, -жжено ρ.σ.μ. παλ. ανάβω, ανάπτω, αναφλέγω. || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω•возжечь страсти ανάβω τα πάθη.
ανάβω, αναφλέγομαι. -
12 воспламенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспламенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.1. αναφλέγω, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνω, ενθουσιάζω, φλογίζω, καίω, ανάβω φωτιά.1. αναφλέγομαι, ανάβω.2. μτφ. εμψυχώνομαι, ενθουσιάζομαι, φλέγομαι, φλογίζομαι, καίγομαι. -
13 вытопить
-
14 перетопить
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. ανάβω, ανάπτω•перетопить все пчи ανάβω όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους.
2. ανάβω ξανά.3. καίω, καταναλώνω•перетопить все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα.
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 2).1. λιώνω, τήκω;•перетопить воск λιώνω το κηρί•
перетопить сало λιώνω το λίπος.
2. λιώνω (όλο, όλα, πολύ, πολλά).τήκομαι, λιώνω.-топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.πνίγω (για όλους, πολλούς).πνίγομαι • βουλιάζω. -
15 поджечь
подожгу, подожжшь-жгут, παρλθ. χρ. поджг, подожгла, подожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подожженный, βρ: -жжн, -жжена, -жженоρ.σ.μ.1. πυρπολώ, βάζω φωτιά, καίω.2. ανάβω•поджечь дрова ανάβω τα καυσόξυλα•
поджечь ка-ствр ανάβω φωτιά.
|| παρακαίω, παρατηγανί-ζω, παρατσιγαρίζω•поджечь пирог παρακαίω την πίτα.
3. μτφ. παλ. εξάπτω (για αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.). -
16 прикурить
ρ.σ.μ. ανάβω το τσιγάρο ή ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο•позвольте -!
επιτρέψτε μουανάψω το τσιγάρο!•прикурить от папиросы ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο.
-
17 протапливать
-
18 раскурить
ρ.σ.μ.1. ανάβω•раскурить трубку ανάβω το τσιμπούκι.
2. καπνίζω, φουμάρω.1. ανάβω•трубка -лась το τσιμπούκι άναψε.
2. αρχίζω να καπνίζω πολύ. -
19 растопить
ρ.σ.μ. ανάβω•растопить печь ανάβω τη θερμάστρα ή το φούρνο.
ανάβω•печка -лась η θερμάστρα άναψε.
ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω θερμαίνοντας•, растопить воск λιώνω το κηρί.λιώνω, τήκομαι•воск -лся το κηρΊ έλιωσε.
-
20 вспыхивать
1. (воспламеняться) αναφλέγομαιπαίρνω φωτιά2. (об огнях) ανάβω 3. (о пламени) εκρήγνυμαι, ανάβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вспыхивать
См. также в других словарях:
ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβω — ανάβω, άναψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ἀναβῶ — ἀνάπτω make fast on aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀναβαίνω go up aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβω — ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric) ἀνά̱βω , ἄνηβος not yet come to man s estate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβοσβήνω — ανάβω και σβήνω συνεχώς, κατ’ επανάληψη … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
αναδαίω — ἀναδαίω (Α) ανάβω, βάζω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δαίω «ανάβω»] … Dictionary of Greek