-
21 ἀμύντορι
-
22 αμύντορος
-
23 ἀμύντορος
-
24 ἐπαμύντωρ
ἐπ-αμύντωρ, ορος: defender, Od. 16.263†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπαμύντωρ
-
25 ἀμύνω
ἀμύνω (ῡ)Grammatical information: v.Meaning: `ward off, defend, help' (Il.)Other forms: Pret. ἠμύναθον (imperf. or aor.?, s. Schwyzer 703 m. A. 6).Derivatives: ἀμύντωρ `defender' (Il.), also PN; ἀμυντῆρες `brow-tines of stag's antlers' (Arist.); - ἄμυνα `defence' etc. (Theopomp. Com.; retrograde formation, s. Schwyzer 475: 5, Chantr. Form. 101.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Like κλίνω, πλύνω from *ἀμυν-yω. If the nasal is a formant (Schwyzer 694), we have ἀμυ-, which has been seen in ἀμεύσασθαι (s. v.; so from *`move away'?). S. also μύνη.Page in Frisk: 1,97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμύνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀμύντωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντωρ — defender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek
Ἀμύντορα — Ἀμύντωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορα — ἀμύντωρ defender masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορας — Ἀμύντωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορας — ἀμύντωρ defender masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορι — Ἀμύντωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορι — ἀμύντωρ defender masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύντορος — Ἀμύντωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύντορος — ἀμύντωρ defender masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)