Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αμύνομαι

  • 1 αμύνομαι

    [аминомэ] р. {пав.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμύνομαι

  • 2 обороняться

    Русско-греческий словарь > обороняться

  • 3 оборонять

    ρ.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω•

    оборонять своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα.

    αμύνομαι•

    оборонять от врага αμύνομαι κατά του εχθρού.

    || προφυλάσσομαι•

    оборонять от ударов προφυλάσσομαι από τα χτυπήματα.

    Большой русско-греческий словарь > оборонять

  • 4 защищаться

    защищать||ся
    ἀμύνομαι, ὑπερασπίζομαι / προφυλάττω τόν ἐαυτό μου (предохранять себя):
    \защищатьсяся до последнего ἀμύνομαι μέχρις ἐσχάτων.

    Русско-новогреческий словарь > защищаться

  • 5 постоять

    постоять
    сов
    1. στέκομαι λίγο, στέκω λίγο·
    2. (за кого-л., за что-л.) βαστώ, κρατώ, ἀμύνομαι:
    уметь \постоять за себя ξέρω νά ὑπερασπίσω τόν ἐαυτό μου· \постоять за свою родину ὑπερασπίζω τήν πατρίδα μου, ἀμύνομαι ὑπέρ τής πατρίδας μου.

    Русско-новогреческий словарь > постоять

  • 6 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 7 оборонять

    оборонять υπερασπίζω, προστατεύω \обороняться αμύνομαι
    * * *
    υπερασπίζω, προστατεύω

    Русско-греческий словарь > оборонять

  • 8 оборонять

    оборонять
    несов ὑπερασπίζω, προασπίζω, ἀμύνομαι τινός.

    Русско-новогреческий словарь > оборонять

  • 9 обороняться

    оборонять||ся
    ἀμύνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > обороняться

  • 10 отбиваться

    отбивать||ся
    1. (защищаться) ἀμύνομαι, ἀνθίσταμαι·
    2. (отставать) ξεκόβω, ξεκόβομαι, μένω πίσω·
    3. (отламываться) σπάζω (μετ.), θραύομαι· ◊ \отбиватьсяся от рук разг παύω νά ὑπακούω.

    Русско-новогреческий словарь > отбиваться

  • 11 обороняться

    [αμπαρανγιάτ'σα] ρ. αμύνομαι

    Русско-греческий новый словарь > обороняться

  • 12 обороняться

    [αμπαρανγιάτ'σα] ρ αμύνομαι

    Русско-эллинский словарь > обороняться

  • 13 отстрелять

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстрелянный, βρ: -лян, -а, -о ρ.σ.
    1. (κυνηγ.) σκοτώνω, φονεύω.
    2. ρίχνω, ξοδεύω, καταναλώνω φυσίγγια•

    он -ял ленту αυτός έρριξε μια αρμάθα φυσίγγια.

    3. τελειώνω τη βολή, τον πυροβολισμό, το κανονίδι.
    1. αμύνομαι, αποκρούω με πυρά.
    2. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > отстрелять

  • 14 отчаянно

    επίρ.
    απελπισμένα• απεγνωσμένα•

    сражаться отчаянно μάχομαι απεγνωσμένα•

    защищиться отчаянно αμύνομαι απεγνωσμένα•

    он отчаянно болен αυτός δεν έχει καμιά ελπίδα σωτηρίας.

    || δυνατά.

    Большой русско-греческий словарь > отчаянно

  • 15 постоять

    ρ.σ.
    1. βλ. стоять με σημ. λίγο.
    2. προστκ. -ой στάσου.
    3. αντιστέκομαι, κρατώ, βαστώ, αμύνομαι υπερασπίζω, προασπίζω.
    4. (με το αρνητ. μόριο не) δε φείδομαι, δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.

    Большой русско-греческий словарь > постоять

См. также в других словарях:

  • αμύνομαι — αμύνομαι, αμύνθηκα βλ. πίν. 49 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — αμύνθηκα 1. μτβ. (με πρόθ.), αγωνίζομαι αμυντικά για κάτι, υπερασπίζομαι κάτι: Αμύνθηκε για τη ζωή του. 2. αμτβ., ενεργώ αμυντικά: Αν μου επιτεθεί, θα αμυνθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμύνομαι — ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off aor subj mid 1st sg (epic) ἀμύ̱νομαι , ἀμύνω keep off pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… …   Dictionary of Greek

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»