-
1 αμφορευς
1) большой сосуд с двумя ручками Her., Soph., Arph., Thuc., Xen., Plut. -
2 αμφιφορευς
-
3 καδος
-
4 διαρρινεω
-
5 ημικενος
-
6 μετρητης
-
7 a-pi-po-re-we
subst. m. nom. pl. KN Uc 160: amphiphorēwes 'амфоры'; a-po-re-we,subst. nom. dual. PY Tn 996; MY Ue 611: amphorewe. pl.,αμφιφορεύς sg.; cp. αμφορεύς 'амфорей, амфора; большой сосуд с двумя ручками'.
См. также в других словарях:
αμφορεύς — ἀμφορεύς ( έως), ο (Α) βλ. αμφορέας … Dictionary of Greek
ἀμφορεύς — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῖς — ἀμφορεύς jar masc acc pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆ — ἀμφορεύς jar masc nom/voc/acc dual ἀμφορεύς jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆς — ἀμφορεύς jar masc nom pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορέων — ἀμφορεύς jar masc gen pl ἀμφορέω̆ν , ἀμφορεύς jar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῖ — ἀμφορεύς jar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦ — ἀμφορεύς jar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσι — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσιν — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆας — ἀμφορεύς jar masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)