Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αμφισβητησις

См. также в других словарях:

  • ἀμφισβήτησις — dispute fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσει — ἀμφισβήτησις dispute fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμφισβητήσεϊ , ἀμφισβήτησις dispute fem dat sg (epic) ἀμφισβήτησις dispute fem dat sg (attic ionic) ἀμφισβητέω go asunder aor subj act 3rd sg (epic) ἀμφισβητέω go asunder fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσεις — ἀμφισβήτησις dispute fem nom/voc pl (attic epic) ἀμφισβήτησις dispute fem nom/acc pl (attic) ἀμφισβητέω go asunder aor subj act 2nd sg (epic) ἀμφισβητέω go asunder fut ind act 2nd sg ἀ̱μφισβητήσεις , ἀμφισβητέω go asunder futperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσεσι — ἀμφισβήτησις dispute fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητήσεσιν — ἀμφισβήτησις dispute fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβήτησιν — ἀμφισβήτησις dispute fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβασίας — ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβασίη controversy fem acc pl ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβασίη controversy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβήτησις dispute fem acc pl (ionic) ἀμφισβασίᾱς , ἀμφισβήτησις dispute fem gen sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφισβήτηση — η (Α ἀμφισβήτησις) 1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία αρχ. 1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα 2. αφορμή για φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ. ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αμφισβασίη — ἀμφισβασίη, η (Α) [ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω] ιωνικός τύπος αντί τού «ἀμφισβήτησις» …   Dictionary of Greek

  • υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԲԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0691 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c գ. ἁπορία, ἁμφισβήτησις dubitatio, dubium Երկմտութիւն. տարակուսանք. կասկած. թերահաւատութիւն. վարանք անձին կամ մտաց. եւ Անստուգութիւն իրաց. ... *Երկբայութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»