-
1 ἀ-μνηστέω
ἀ-μνηστέω, = ἀμνημονέω, οὐκ ἀμν. Soph. El. 473; οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. 1, 20, in Vergessenheit gerathen.
-
2 ἀ-μνήμων
-
3 θάμνος
Grammatical information: m.Meaning: `bush, shrub' (Il.).Other forms: (also f., after the tree names)Derivatives: Dmin. θαμνίσκος m. (Dsc.), θαμνῖτις `shrub-like' (Nic. Th. 883; Redard Les noms grecs en - της 71), θαμνώδης `id.' (Thphr.), θαμνάς = ῥίζα (EM). - Beside it θάμνη (-α) f. `wine from pressed grapes (?)' (Herod. 6, 90, Gp.). θάμνος beside θαμινός and θαμά as πυκνός beside πυκινός and πύκα; the barytonesis is caused by the substantivizing (cf. Schulze Kl. Schr. 124 n. 1).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the meaning cf. the explanation in H.: θάμνοι δασέα καὶ πυκνὰ δένδρα. - Not with Alessio Studi etr. 18, 414 to Lat. tamnus s. W.-Hofmann s. v. - The word, in - αμν(ος), looks Pre-Greek; its meaning makes this quite possible.Page in Frisk: 1,652Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάμνος
См. также в других словарях:
Amnestīe, die — Die Amnestīe, (dreysylbig,) plur. die n, (viersylbig,) aus dem Griech. αμνƞσια, die Aufhebung der Schuld und Strafe der wider den Staat begangenen Verbrechen mehrerer; mit einem andern ausländischen Worte der General Pardon … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ολμειός — ο (Α ὁλμειός) νεοελλ. πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο τής ατράκτου βαρούλκου πλοίου αρχ. στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα ειός (πρβλ. αμν ειός, στελ ειός)] … Dictionary of Greek
χιμαιράς — άδος, ἡ, Α (αιολ. τ.) χίμαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ἀμν άς)] … Dictionary of Greek