Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αμν(ος

См. также в других словарях:

  • Amnestīe, die — Die Amnestīe, (dreysylbig,) plur. die n, (viersylbig,) aus dem Griech. αμνƞσια, die Aufhebung der Schuld und Strafe der wider den Staat begangenen Verbrechen mehrerer; mit einem andern ausländischen Worte der General Pardon …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ολμειός — ο (Α ὁλμειός) νεοελλ. πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο τής ατράκτου βαρούλκου πλοίου αρχ. στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα ειός (πρβλ. αμν ειός, στελ ειός)] …   Dictionary of Greek

  • χιμαιράς — άδος, ἡ, Α (αιολ. τ.) χίμαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ἀμν άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»