-
1 αλλοιώνομαι
altérer -
2 гримировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. гримированный, βρ: -ван, -а, -оψιμυθιώ, μακιγιάρω.ψιμυθιούμαι, μακιγιάρομαι. || αλλοιώνομαι, αλλάζω μορφή. -
3 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
4 исказить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ.искажённый βρ: -жён, -жена, -женоρ.σ.μ.1. διαστρεβλώνω, διαστρέφω•исказить факты διαστρεβλώνω τα γεγονότα•
исказить истину διαστρέφω την αλήθεια•
исказить смысл διαστρεβλώνω το νόημα.
2. αλλοιώνω, παραμορφώνω•боль -ла его лицо ο πόνος του χάλασε την όψη.
1. διαστρεβλώνομαι, διαστρέφομαι.2. αλλοιώνομαι, παραμορφώνομαι. -
5 перевернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.4. αναστατώνω ψυχικά.εκφρ.перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.1. αναστρέφομαι, γυρίζω•перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.
|| ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.εκφρ.души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•-тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου). -
6 переродить
-рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерожденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ. αναγεννώ, αναδημιουργώ, μεταμορφώνω, αλλάζω.αναγεννιέμαι, αναδημιουργούμαι, μεταμορφώνομαι, αλλάζω. || εκφυλίζομαι., αλλοιώνομαι. -
7 стареть
-ею, -еешь κ. παλ. стареть, -ею -ешьρ.δ.1. γεράζω, γηράζω.2. παλιώνω, απαρχαιώνομαι•моды всегда -ют οι μόδες πάντοτε παλιώνουν.
3. αλλάζω, αλλοιώνομαι.βλ. стареть (1, 2 σημ.). -
8 фальсифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. παραποιώ, αλλοιώνω• κιβδηλεύω• ψευτίζω. || νοθεύω•фальсифицировать масло νοθεύω το βούτυρο ή το λάδι•
фальсифицировать вино νοθεύω το κρασί•
фальсифицировать документы ы πλαστογραφώ έγγραφα• •фальсифицировать выборы καλπονοθεύω τις εκλογές.
2. διαστρευλώνω.παραποιούμαι αλλοιώνομαι νοθεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 altérer
1) αλλοιώνω2) χαλώ3) αλλοιώνομαι
См. также в других словарях:
αλλοιώνομαι — αλλοιώνομαι, αλλοιώθηκα, αλλοιωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλιωτεύω — αλλοιώνομαι, μεταβάλλομαι, αλλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλιώτικος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτεμα] … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
βρομίζω — (Μ βρομίζω) 1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω 2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά 3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά 4. σαπίζω, αλλοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε ίζω από τον αόρ. ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] … Dictionary of Greek
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] … Dictionary of Greek