-
1 συναλιφή
συνᾰλῐφή, ἡ,A stopping of a hiatus, coalescing of two syllables into one, either by synaeresis, crasis, or elision, D.H.Comp.6, 22, al., S.E.M.1.161; κατὰ συναλιφὴν τοῦ ἄρθρου (in ὦλλοι) A.D. Synt.5.28; τῆς σ. Ἰωνικωτέρας γενομένης (in ὑπόδρα for ὑφ-) Id.Adv.139.14, cf. 152.20; Eust.1561.6 speaks only of crasis and synaeresis; κατὰ τὴν ς. Str.8.6.7; = coeuntes litterae, Quint.Inst.9.4.35: generally, running together of words, Demetr.Eloc.70.2 = νουμηνία, Gem.8.11. [In codd. freq. written συναλειφή (e.g. Sch.All.24.12 ) or συναλοιφή, but - αλιφ-, which is mentioned by Eust.1561.6, is found in the best codd. of D.H.Comp.ll. cc., A.D.Synt.140.14 (v. Uhlig ad loc.), al., Heph.2.4, Suid. s.v. ἔνθους, ἕνωσις, Sch.AIl. passim, EM116.23, al. (v. p.2464 Gaisf.), Sch.S.OC 504, 1588, Sch. E.Hec. 336; cf. ἀλιφή, ἀπαλοιφή, καταλιφή, περιαλιφή.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλιφή
См. также в других словарях:
μιλτηλιφής — μιλτηλιφής, ές (Α) 1. βαμμένος με μίλτο («τὸ δὲ παλαιὸν ἅπασαι αἱ νέες ἦσαν μιλτηλιφέες», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μιλτηλιφεῑς προσωνυμία τών Αθηναίων οι οποίοι με τεντωμένο σχοινί βαμμένο με μίλτο οδηγούνταν από την Αγορά προς την… … Dictionary of Greek
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
νηλιφής — νηλιφής, ές (Α) αυτός που δεν έχει αλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + αλιφής (< αλιφ μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής] … Dictionary of Greek
υπηλιφής — ές, Α (για πλοίο) αυτός που έχει αλειφθεί από κάτω, πισσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηλιφής (< θ. αλιφ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἀλείφω), πρβλ. δι ηλιφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… … Dictionary of Greek