-
1 αλεξητήρ
-
2 ἀλεξητήρ
-
3 ἀλεξητήρ
-
4 αλεξητηρ
-
5 ἀλεξητήρ
ἀλεξητήρ, Helfer; Vorkämpfer; Abwender -
6 αλεξητωρ
-
7 αλεξητήρα
-
8 ἀλεξητῆρα
-
9 αλεξητήρας
-
10 ἀλεξητῆρας
-
11 αλεξητήρες
-
12 ἀλεξητῆρες
-
13 αλεξητήρι
-
14 ἀλεξητῆρι
-
15 αλεξητήρος
-
16 ἀλεξητῆρος
-
17 ἀλεξήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξήτωρ
-
18 ἀλέξω
Grammatical information: v.Meaning: `ward off, defend' (Il.).Compounds: As first member ἀλεξ(ι-), e.g. in ἀλεξί-κακος (Hom.); also Άλέξανδρος, from which comes the Hittite rendering Alakšanduš (Kretschmer Glotta 13, 205ff., 21, 244ff., 24, 242ff., 33, 22f.); Sommer's view that it is in origin Anatolian (IF 55, 187ff., Nominalkomp., esp. 186ff., is now abandoned).Derivatives: ἀλέκτωρ, from which ἀλεκτρυών is derived (q.v.). - From the stem with - η- (cf. ἀλεξήσω): e.g. ἀλεξητήρ `defender' (Hom.) and ἀλεξήτωρ (S.);Etymology: Beside ἀλεξ- there is the stem ἀλκ-, see ἀλκ-ή. They continue * h₂(e)lk-: * h₂lek-s. On the meanings s. Holt Les noms d'action en - σις 78. ἀλέξ- agrees exactly with Skt. rákṣati `protect'.Page in Frisk: 1,69-70Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλέξω
См. также в других словарях:
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek
ἀλεξητήρ — one who keeps off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητῆρα — ἀλεξητήρ one who keeps off masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητῆρας — ἀλεξητήρ one who keeps off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητῆρες — ἀλεξητήρ one who keeps off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητῆρι — ἀλεξητήρ one who keeps off masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξητῆρος — ἀλεξητήρ one who keeps off masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
αλεξήτωρ — ἀλεξήτωρ ( ορος), ο (Α) ο ἀλεξητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek