-
101 βουβωνοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβωνοφύλαξ
-
102 βύσταξ
-
103 βῶλαξ
-
104 γαζοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαζοφύλαξ
-
105 γάλαξ
-
106 γειτνιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειτνιακός
-
107 γενηματοφύλαξ
A custodian of crops, PMagd.1.10 (iii B. C.), etc.:—hence [suff] γενημᾰτο-φῠλᾰκέω, τὸν σπόρον PTeb.ined., and [suff] γενημᾰτο-φῠλᾰκία, ἡ, PTeb.27.4 (pl.), al. (ii B. C.), PRyl.90.50 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενηματοφύλαξ
-
108 γερουσιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερουσιακός
-
109 γερροφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερροφύλαξ
-
110 γραμματοπίναξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματοπίναξ
-
111 γραμματοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματοφύλαξ
-
112 γυαλοθώραξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυαλοθώραξ
-
113 γυναικοϊέραξ
A woman-hunter, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοϊέραξ
-
114 γωνιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιακός
-
115 δαιμονιακός
A = δαιμονικός, PMag.Osl.1.143 ([etym.] - ων-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιμονιακός
-
116 δέλφαξ
-
117 δεξιοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιοφύλαξ
-
118 δεσμοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμοφύλαξ
-
119 δημοκόλαξ
A mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκόλαξ
-
120 δημοσιοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιοφύλαξ
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek