Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ακός

  • 1 Cure

    v. trans.
    P. and V. ᾶσθαι (ι rare), ἐξιᾶσθαι, κεῖσθαι, P. ἰατρεύειν.
    Salt, pickle: P. ταριχεύειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. ἴαμα, τό, ἴασις, ἡ, Ar. ἐξκεσις, ἡ, V. κος, τό, κέσματα, τά; see Remedy.
    Drug: P. and V. φάρμακον, τό.
    Cure for: P. and V. λσις, ἡ (gen.), φάρμακον, τό (Plat.) (gen.), V. κος, τό (gen.), μῆχος, τό (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cure

  • 2 Remedy

    subs.
    P. and V. ἴαμα, τό, ἴασις, ἡ, φάρμακον, τό, V. κος, τό, μῆχος, τό, κέσματα, τά.
    Remedy against: P. and V. φάρμακον, τό (gen.), λύσις, ἡ (gen.), V. κος, τό (gen.), μῆχος, τό (gen.).
    We have remedy for our distress: V. ἀλλʼ ἔστιν ἡμῖν ἀναφορὰ τῆς συμφορᾶς (Eur., Or. 414).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ᾶσθαι, ἐξιᾶσθαι, κεῖσθαι.
    To see how the present state of things may be remedied: P. ὅπως τὰ παροντʼ ἐπανορθωθήσεται σκοπεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Remedy

  • 3 континентальный

    επ.
    ηπειρωτικός, μεσόγειος, -ακός•

    -ые страны ηπειρωτικές χώρες•

    -ая Европа ηπειρωτική Ευρώπη•

    континентальный климат ηπειρωτικό κλίμα•

    - ая система βλ. блокада.

    Большой русско-греческий словарь > континентальный

  • 4 обительский

    επ. (γραπ. λόγος) μοναστήρι ακός.

    Большой русско-греческий словарь > обительский

  • 5 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 6 тигельный

    επ.
    του χωνευτηρίου, χωνευτηρι-ακός, χωνευτήριος.

    Большой русско-греческий словарь > тигельный

  • 7 Amends

    subs.
    Retribution: P. and V. τσις, ἡ, δκη, ἡ, V. ποινα, τά (rare P.), ποινή, ἡ or pl. (rare P.).
    Remedy: V. κος, τό; see Remedy.
    Making good: P. ἀνάληψις, ἡ, V. ναφορά, ἡ.
    Make amends, v.: P. ἐξακεῖσθαι (Plat.), ἀκεῖσθαι (Plat.).
    Make amends for: P. and V. ναλαμβνειν (acc.), κεῖσθαι (acc.), ἰᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).
    Pay the penalty: P. and V. δκην or τσιν, τνειν, ἐκτνειν, διδόναι; see under Penalty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amends

  • 8 Antidote

    subs.
    P. and V. φάρμακον, τό, P. ἀλεξιφάρμακον, τό, V. κος, τό; see Remedy.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Antidote

  • 9 Balm

    subs.
    Ointment: P. and V. μρον, τό.
    met., anything that soothes: P. παραμύθιον, τό, V. κος, τό, P. and V. φάρμακον, τό, αμα, τό, ασις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Balm

  • 10 Compensation

    subs.
    Atonement: V. ποινή, ἡ, or pl. (rare P.), ποινα, τά (Plat. also but rare P.), P. and V. τσις, ἡ (Plat.).
    Recompense: P. and V. μοιβή, ἡ (Plat.), μισθός, ὁ.
    Remedy: V. κός, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compensation

  • 11 Counter

    subs.
    For reckoning: P. and V. ψῆφος, ἡ.
    Ticket: P. and V. σύμβολον, τό.
    In a shop: use P. τράπεζα, ἡ.
    ——————
    adj.
    Opposite: P. and V. ἐναντίος.
    Run counter to: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).
    A counter charm to sleep: V. ὕπνου... ἀντμολπον κος (Æsch., Ag. 17).
    Anticipate a plot rather than meet it by counter-plots: P. προεπιβουλεύειν μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν (Thuc. 1, 33).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Counter

  • 12 Healing

    adj.
    V. κεσφόρος, λυτήριος, Ar. and V. παιώνιος.
    Stopping pain: V. παυσλυπος.
    ——————
    subs.
    P. and V. ἴαμα, τό, ἴασις, ἡ, V. κος, τό. Ar. ἐξκεσις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Healing

  • 13 Medicine

    subs.
    P. and V. φάρμακον, τό, ἴαμα, τό, ἴασις, ἡ, V. κέσματα, τά.
    Remedy: V. κος, τό, μῆχος, τό.
    Medical science: P. ἡ ἰατρική.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Medicine

  • 14 Mend

    v. trans.
    Repair: P. ἐπισκευάζειν.
    Mend clothes: P. ἱμάτια, ἐξακεῖσθαι (Plat.).
    Improve, put right: Ar. and P. ἐπανορθοῦν, P. and V. ἐξορθοῦν.
    Make up for: P. and V. κεῖσθαι (acc.), ναλαμβνειν (acc.), ᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).
    It does not mend matters to...: V. οὐκ κος (infin.), P. and V. οὐκ ὠφελεῖ (infin.).
    V. intrans. Improve: Ar. and P. ἐπιδιδόναι, P. and V. προκόπτειν.
    Mend in health: P. ῥαΐζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mend

  • 15 Mitigation

    subs.
    Alleviation: P. and V. νπαυλα, ἡ, παῦλα, ἡ (Plat.), παραψυχή, ἡ (rare P.), P. παραμύθιον, τό, κούφισις, ἡ (Thuc.), V. νακούφισις, ἡ.
    Relief: P. and V. ναπνοή, ἡ (Plat.), V. ἀμπνοή, ἡ, P. ῥᾳστώνη, ἡ.
    Remedy: V. κος, τό; see remedy:
    Remission: P. ἄφεσις, ἡ.
    Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mitigation

  • 16 Palliative

    subs.
    Something that mitigates: V. μείλιγμα, τό, θελκτήριον, τό.
    Remedy: P. and V. φάρμακον, τό, V. κος, τό. μῆχος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Palliative

  • 17 Quench

    v. trans.
    Extinguish: P. and V. σβεννύναι (Thuc. 2, 77), ποσβεννναι, κατασβεννναι.
    Quenched: use also V. μαυρούμενος (Æsch., Ag. 296).
    The Athenians on their side devised preventives so as to quench the fire: P. οἱ Ἀθηναῖοι... ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα (Thuc., 7, 53).
    met., P. and V. ποσβεννναι, κατασβεννναι, σβεννναι (Plat.).
    Put down: P. and V. κατέχειν, καθαιρεῖν, παύειν.
    Glut, satisfy: P. and V. ἐμπιπλναι, ἐκπιμπλναι; see Glut.
    Quench one's thirst: P. and V. πνειν.
    From desire to quench their thirst: P. τοῦ πιεῖν ἐπιθυμίᾳ (Thuc. 7, 84).
    Strangers, could you point out a river stream whereat we might quench our thirst? V. ξένοι φράσαιτʼ ἂν νᾶμα ποτάμιον πόθεν δίψης ἄκος λάβοιμεν; (Eur., Cycl. 96).
    A thirst that cannot be quenched: P. δίψα ἄπαυστος, ἡ (Thuc. 2, 49).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quench

  • 18 Redress

    v. trans.
    Rectify: P. and V. διορθοῦν, ἐξορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν (or mid.).
    Make good: P. and V. κεῖσθαι, ναλαμβνειν.
    ——————
    subs.
    Amends: P. and V. τσις, ἡ, V. ποινή, ἡ (or pl.) (rare P.), ποινα, τά (rare P.).
    Making good: P. ἀνάληψις, ἡ, V. ναφορά, ἡ.
    Remedy: V. κος, τό, μῆχος, τό; see Remedy.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Redress

  • 19 Reparation

    subs.
    Compensation: P. and V. μοιβή, ἡ (Plat.).
    Atonemen: P. and V. τσις, ἡ (Plat.). V. ποινή, ἡ. or pl. (rare P.), ποινα, τά (Plat. also but rare P.).
    Making good: P. ἀνάληψις, ἡ, V. ναφορά, ἡ.
    Remedy: V. κος, τό.
    Made reparation for: see atone for.
    Make good: P. and V. ναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἐξιᾶσθαι, ἰᾶσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reparation

  • 20 Oeax

    Οἴαξ, -ακος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oeax

См. также в других словарях:

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* …   Dictionary of Greek

  • Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… …   Dictionary of Greek

  • Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] …   Dictionary of Greek

  • πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] …   Dictionary of Greek

  • πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] …   Dictionary of Greek

  • προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»