-
1 σπαράσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to rip, to tear, to shred, to attack' (IA.).Derivatives: σπάρ-αγμα n. `torn, ripped piece, scrap' (Trag., Arist. a. o.), - αγμός m. `ripping, tearing, convulsion' (trag. a. o.) with - αγμώδης `convulsive' (Hp., Plu.), - αξις f. `convulsion' (medic.), - ακτόν n. `crumbled rock, rubble' (Hero), διασπαρακτός `torn' (E., Ael.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive formation in - άσσω like ταράσσω, τινάσσω, πατάσσω a. o.; without certain etymology. If - άσσω is only enlarging (Schwyzer 733), the word could be connected with σπαίρω etc. Persson Beitr. 2, 869 n. 1, who considers the velar as part of the root (- σσω analogical for - ζω Debrunner IF 21, 224), wants to connect σπαράσσω with a motley group, to which would belong a. o. Lat. spargō, OWNo. spark n. `kick', σπαργάω, σφαραγέομαι. Diff. id. Beitr. 1, 418 (= WP. 2, 668, Pok. 992): to Arm. p'ert` `torn off piece' (-rt` \< - rkt-), OWNo. spiǫrr f. `strip of cloth' (PGm. * sperrō). Still diff. Thierfelder by letter (as hypothesis): to σπάω after ταράσσω, ἀράσσω, χαράσσω a. o.Page in Frisk: 2,757Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπαράσσω
См. также в других словарях:
Άκτον, Τζον Φράνσις Έντουαρν — (Sir John Francis Edward Acton, Μπεζανσόν 1736 – Παλέρμο 1811). Άγγλος πολιτικός του βασιλείου της Νάπολης. Υπήρξε ευνοούμενος της βασίλισσας Μαρίας Καρολίνας, οι οποία του ανέθεσε την αναδιοργάνωση του βασιλικού ναυτικού της Νάπολης (1778). Ο Ά … Dictionary of Greek
INSANIA — a Fatidicina Vett. res mimme remota, ut de Sibylla notum ex Virg. Aen. l. 6. v. 47. et seqq. non vultus, non color unus, Non comptae mansêre comae, sed pectus anhelum. Et rabie fera corda tument: maiorque videri, Nec mortale sonans, afflata est… … Hofmann J. Lexicon universale
ακτός — ἀκτός, ή, όν (AM) [ἄγω] 1. αυτός που κινείται, που κατευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις «ὁ μὲν [κόσμος] ἀκτός, ὁ δὲ [ἄνθρωπος] αὐτεξούσιος» (Μελέτ. Μ. 64.1301 Α) 2. ως ουσ. τὸ ἀκτόν ο χειρισμός μιας υπόθεσης, η διαδικασία … Dictionary of Greek
Μαρία Καρολίνα — (Maria Carolina, Βιέννη 1752 – Χότσεντορφ, Βιέννη 1814). Βασίλισσα της Νάπολης (1768 1812). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου A’ και της Μαρίας Θηρεσίας των Αψβούργων. Το 1767 παντρεύτηκε τον Φερδινάνδο Δ’ της Νεάπολης, ο οποίος κηδεμονευόταν… … Dictionary of Greek
Μπροντέ, Σαρλότ, Έμιλι και Αν — (Charlotte, Emily και Anne Bronte). Αγγλίδες μυθιστοριογράφοι. Κόρες Ιρλανδού ιερέα της αγγλικανικής Εκκλησίας, πέρασαν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους στο Χόγουερθ όπου, το 1820, εγκαταστάθηκε ο πατέρας τους ως εφημέριος στη μικρή τοπική ενορία. Η… … Dictionary of Greek