Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακρωνυχος

См. также в других словарях:

  • ακρώνυχος — ἀκρώνυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ. 2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα τα άκρα τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • ἀκρώνυχος — with nails masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρώνυχον — ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc sg ἀκρώνυχος with nails neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωνύχοις — ἀκρώνυχος with nails masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωνύχους — ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωνύχων — ἀκρώνυχος with nails masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρώνυχα — ἀκρώνυχος with nails neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρώνυχοι — ἀκρώνυχος with nails masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρονύχως — ἀκρόνυχος at nightfall adverbial ἀκρόνυχος at nightfall masc/fem acc pl (doric) ἀκρώνυχος with nails adverbial ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόνυχον — ἀκρόνυχος at nightfall masc/fem acc sg ἀκρόνυχος at nightfall neut nom/voc/acc sg ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc sg ἀκρώνυχος with nails neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωνύχι — και ακρώνυχο και ακράνυχο, το η άκρη τού νυχιού και γενικά η άκρη τού δακτύλου (χεριού ή ποδιού). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ακρώνυχον βλ. ακρώνυχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»