Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ακρίδα

  • 1 ακρίδα

    ἀκρίς
    grasshopper: fem acc sg

    Morphologia Graeca > ακρίδα

  • 2 ἀκρίδα

    ἀκρίς
    grasshopper: fem acc sg

    Morphologia Graeca > ἀκρίδα

  • 3 ακρίδα

    locust

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακρίδα

  • 4 ἄχερδος

    Grammatical information: f. (m. Theoc.)
    Meaning: `wild pear, Pyrus amygdaliformis' (Od.).
    Other forms: ἀγέρδα (cod. -αα)· ἄπιος, ὄγχνη H. ἄχηρον· ἀκρίδα Κρῆτες H., with Cretan ερδ \> ηρ; ἀκρίδα is changed by Latte into ἀχράδα; doubtful; cf. ἀκρίς.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: See Chantr. Form. 359. - ἀγέρδα can be Macedonian; if not, the variation shows a Pre-Gr. word. Jokl, Festschrift Kretschmer 89ff., derived it from *ǵher(s)- `stretch' (WP. 1, 610; Pok. 445f.) assuming a development `thornbush' \> `wild pear'; the ἀ- would be copulative; both quite improbable. Comprared with Alb. dardhë `pear' (* ghord-). The ἀ- must then be a real prothesis and the word a non-IE loan word. Connection with ἀχράς is evident; q.v.
    Page in Frisk: 1,199

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄχερδος

  • 5 ἄχηρον

    ἄχηρον· ἀκρίδα (Cret.), Hsch. [full] Ἀχηρώ,

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄχηρον

  • 6 ἀκρίς

    ἀκρίς, - ίδος
    Grammatical information: f.
    Meaning: `grasshopper' (Il.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: Hardly to κρίζω `creak' (Strömberg, Wortstud. 15ff), which leaves the ἀ- unexplained. Winter Prothet. Vokal 15 connected κέρκα ἀκρίς H. Fur. 127 accepts this, comparing γέλγις \/ ἄγλις. His further comparison with ἄχηρον ἀκρίδα H. (\< *ἀχερδον, Bechtel Dial. 2, 671) is less convincing. A substr. word for a grasshopper is only to be expected.
    Page in Frisk: 1,59

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκρίς

  • 7 ἐξαποστέλλω

    ἐξαποστέλλω fut. ἐξαποστελῶ; 1 aor. ἐξαπέστειλα; pf. ἐξαπέσταλκα LXX. Pass.: 2 fut. 3 sg. ἐξαποσταλήσεται Sir 28:23 cod. B; 2 aor. ptc. n. ἐξαποσταλέν EpJer 61:2; pf. ἐξαπέσταλμαι 1 Esdr 1:25; ptc. n. pl. ἐξαπεσταλμένα Esth 8:5 v.l. (since Ep. Phil. in Demosth. 18, 77=Hercher no. 3 p. 465; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Jos., Ant. 18, 201; Just., D. 83, 4 [on Ps 109:2]; Mel., P. 85, 640 προφήτας. S. Anz 356f; OGlaser, De ratione, quae intercedit inter sermonem Polybii et eum, qui in titulis saec. III, II, I apparet 1894, 33f).
    to send someone off to a locality or on a mission, send away, send off, send out (Polyb. 4, 11, 6)
    of removal fr. a place, without indication of purpose: Ac 17:14 (w. inf. foll. as EpArist 13). εἰς Ταρσόν (cp. PSI 384, 4 ἐ. αὐτὸν … εἰς Φιλαδέλφειαν; 1 Macc 11:62; 2 Macc 14:27; PsSol 17:12 ἕως ἐπὶ δυσμῶν) 9:30.
    for fulfillment of a mission in another place (GNachtergall, Les Galates etc. ’77, no. 80, 1 and 4 [II B.C.]; Diod S 17, 2, 5 τινὰ εἰς; Ps.-Callisth. 3, 26, 5; JosAs 1:1) Ac 7:12. Βαρναβᾶν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας 11:22. Of the sending out of apostles 22:21. Of higher beings sent by God (cp. Wsd 9:10): angels (Gen 24:40; Ps 151:4; TestAbr A 8 p. 86, 5 [Stone p. 20]; JosAs 15:13; PFouad 203, 2ff [I–II A.D.]) 12:11; Hs 8, 6, 3; 9, 14, 3; Jesus: ἐξαπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ (sc. ἐξ οὐρανοῦ, cp. Ps 56:4) Gal 4:4. ὁ ἐξαποστείλας ἡμῖν τὸν σωτῆρα 2 Cl 20:5. Of the Spirit (Ps 103:30) ἐ. ὁ θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν Gal 4:6.
    to send off as an act of dismissal, send away (Ps.-Callisth. 3, 26, 6; w. double acc. Polyb. 15, 2, 4) τινὰ κενόν someone empty-handed (Gen 31:42; Job 22:9) Lk 1:53; 20:10f.
    to send someth. off in an official sense, send, dispatch
    in relation to the mission of Jesus ἡμῖν ὁ λόγος τ. σωτηρίας ταύτης ἐξαπεστάλη Ac 13:26. S. also the short ending of Mk ἐξαπέστειλεν … τὸ ἱερὸν καὶ ἄφθαρτον κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας.—ἐ. τὴν ἐπαγγελίαν τ. πατρός μου ἐφʼ ὑμᾶς I will send the promise of my Father (=what my Father has promised) upon or to (PRyl 127, 22 [29 A.D.] τοὺς αἰτίους ἐξαποστεῖλαι ἐπὶ σέ) you Lk 24:49 v.l. (for ἀποστέλλω).
    of punishments: ἐξαποστέλλει μάστιγας ὑμῖν God sends out plagues on you Hv 4, 2, 6 (cp. GrBar 16:3 ἐξαποστείλατε κάμπην καὶ βροῦχον, ἐρυσίβην καὶ ἀκρίδα, χάλαζαν).—New Docs 2, 82–83. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐξαποστέλλω

См. также в других словарях:

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — η έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των ακριδιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρίδα — ἀκρίς grasshopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρίδαρος — ο (θηλ. ακριδάρα) [ακρίδα] μεγάλη ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδάκι — το [ακρίδα] μικρή ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδίτσα — η [ακρίδα] 1. το ακριδάκι* 2. παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά μιμούνται την ακρίδα πηδώντας με τα τέσσερα (Εύβοια) …   Dictionary of Greek

  • ακριδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • La cigarra y la hormiga — Ilustración de Milo Winter de 1919 …   Wikipedia Español

  • ακανθοβάτης — ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, ιδος, η) (Α) όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθια λέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»