Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακολουθεί

  • 1 продолжение

    продолжение с η συνέχεια, η εξακολούθηση ◇ в \продолжение... σε συνέχεια...» στη διάρκεια...·\продолжение следует ακολουθεί
    * * *
    с
    η συνέχεια, η εξακολούθηση
    ••

    в продолже́ние... — σε συνέχεια..., στη διάρκεια…

    продолже́ние сле́дует — ακολουθεί

    Русско-греческий словарь > продолжение

  • 2 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 3 во...

    Χρησιμοποιείται αντί του «в...» α) μπροστά από «Й», «ο»: войти, воодушевлять, β) μπροστά από δυο ή και περισσότερα σύμφωνα: вобрать, вогнать, водворить, вомну, воткнуть, γ) μπροστά από σύμφωνο, που το ακολουθεί «Ь»: волью, вошью.

    Большой русско-греческий словарь > во...

  • 4 каков

    -а, -о αντων.
    1. (ερωτημ.) τι λογής; τι είδους;•

    ну что -а она? – чудо! – λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; – θαύμα!•

    каков он собой? τι εξωτερική εμφάνιση έχει;

    2. (αναφορική) ποιος, τι•

    трудно сказать каков будет урожай δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε•

    каков он ποιος είναι αυτός•

    -ы наши запасы ποια είναι τα αποθέματα μας.

    || πλθ. -ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση).
    3. επιφ. τι!

    каков мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος!

    εκφρ.
    каков ни на есть – οποιοσδήποτε•
    каков собой ή каков из себя – τι εμφάνιση έχει.

    Большой русско-греческий словарь > каков

  • 5 модник

    α.
    -ца, -ы θ.
    της μόδας (που ακολουθεί τη μόδα).

    Большой русско-греческий словарь > модник

  • 6 обо...

    πρόθεμα χρησιμοποιείται αντί του «о...» κ. «об...»
    α) μπροστά από λέξη που αρχίζει από «Й»: обойти. β) μπροστά από δύο ή περισσότερα σύμφωνα: оборвать, обогнать, ободрать. γ) πριν από σύμφωνο που ακολουθεί «Ь»: обобью, оболью, обольстить βλ. λ.

    Большой русско-греческий словарь > обо...

  • 7 ото...

    Χρησιμοποιείται αντί του «от...» α) μπροστά από «Й»: отойти, β) μπροστά από δύο ή και περισσότερα σύμφωνα: отобрать, оторвать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: отобью, отолью, отопью.

    Большой русско-греческий словарь > ото...

  • 8 подо...

    Χρησιμοποιείται αντί του под... (βλ. λ.)
    α) μπροστά από το «Й»: подойти, β) μπροστά από δυό ή περισσότερα σύμφωνα: подобрать, подогнуть, подорвать, подослать, γ) μπροστά από σύμφωνο κατόπιν του οποίου ακολουθεί «Ь»: подобью, подолью.

    Большой русско-греческий словарь > подо...

  • 9 продолжение

    ουδ.
    1. συνέχιση, εξακολούθηση•

    продолжение работы συνέχιση της εργασίας.

    || συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•

    продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.

    2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•

    деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.

    || παράταση•

    -перемирия παράταση της ανακωχής•

    продолжение отпуска παράταση της άδειας.

    εκφρ.
    в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•
    в продолжение обеда – κατά το γεύμα•
    в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας.

    Большой русско-греческий словарь > продолжение

  • 10 разо...

    πρόθεμα (βλ. раз...).
    Χρησιμοποιείται αντί του «раз...»
    1. μπροστά από το «Й»: разойтись.
    2. μπροστά από δυό ή και περισσότερα σύμφωνα: разобрать, разогнуть, разомкнуть, разорвать, разослать, разожгу.
    3. μπροστά από σύμφωνο, που ακολουθεί «Ь»: разобью, разолью, разопью.

    Большой русско-греческий словарь > разо...

  • 11 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 12 сопутствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. συνοδεύω.
    2. μτφ. συμβαδίζω• ακολουθώ•

    ему во всм -ствует удача παντού τον ακολουθεί επιτυχία, σ όλα έχει επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > сопутствовать

  • 13 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • ἀκολουθεῖ — ἀκολουθέω follow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀκολουθέω follow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθει — ἀ̱κολούθει , ἀκολουθέω follow imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀκολουθέω follow pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀκολουθέω follow imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀκολουθεῖ — ἀκολουθεῖ , ἀκολουθέω follow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀκολουθεῖ , ἀκολουθέω follow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»