-
1 ακέραιος
-
2 ἀκέραιος
-
3 ακεραιος
21) беспримесный, чистый(ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.)
2) чистокровныйἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ΄ ἄπο Eur. — сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии
3) нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший(πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.)
ἐξ ἀκεραίου Polyb. — сызнова, со свежими силами;ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. — оставить в прежнем положении4) свежий, не изнуренный(δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.)
5) не оскверненный, непорочный(λέχος Eur.)
ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. — не испорченный дурными нравами -
4 ἀκέραιος
ἀκέραιος, ον (Eur., Hdt. et al.; ins, pap, EpArist; Jos., Bell. 1, 621, Ant. 1, 61; 5, 47) lit. ‘unmixed’; in our lit. only fig. pure, innocent (cp. Pla., Rep. 3, 409a ἀ. κακῶν ἠθῶν; Epict. 3, 23, 15; Esth 8:12f; EpArist 31; 264) (w. φρόνιμος) Mt 10:16, quoted IPol 2:2; (w. σοφὸς εἰς τὸ ἀγαθόν) ἀ. εἰς τὸ κακόν innocent as far as evil is concerned Ro 16:19; (w. ἄμεμπτος) Phil 2:15; (w. εἰλικρινής) 1 Cl 2:5. τὸ ἀ. τῆς πραΰτητος βούλημα the pure purpose of meekness 1 Cl 21:7.—DELG and Frisk s.v. ἀκήρατος. M-M. -
5 ακέραιος
α, ο [αία, ον]1) целый; целостный; нетронутый, невредимый; нераздробленный; неразменный;ο ακέραιος мат. — целое;
ακέραιος αριθμός — целое число;
στο ακέραιο — или εις ακέραιον — целиком, полностью, сполна, совершенно;
2) цельный (о характере);άνθρωπος με ακέραιο χαρακτήρα — цельная натура;
3) чистый, честный, неподкупный -
6 ἀκέραιος
{прил., 3}чистый, невинный, неповрежденный, простой; употр. букв. в другой греч. литературе: беспримесный (о металле или вине).Ссылки: Мф. 10:16; Рим. 16:19; Флп. 2:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκέραιος
-
7 ακέραιος
{прил., 3}чистый, невинный, неповрежденный, простой; употр. букв. в другой греч. литературе: беспримесный (о металле или вине).Ссылки: Мф. 10:16; Рим. 16:19; Флп. 2:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακέραιος
-
8 ἀκέραιος
чистый, невинный, неповрежденный, простой; употр. букв. в другой греч. литературе: беспримесный (о металле или вине); син. ἄδολος, ἄκακος, ἁπλοῦς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκέραιος
-
9 ακέραιος
[акерэос] ас. (о числах) целый, неприкосновенный, искренний.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακέραιος
-
10 ἀκέραιος
-ος,-ον + A 0-0-0-1-0=1 Est 8,12finviolate, unshattered -
11 ακέραιος
[акерэос] ас. (о числах) целый, неприкосновенный, искренний. -
12 ἀκέραιος
A pure, unmixed, ;οἶνος Dsc.5.6
;ἀργύριον Poll.3.86
, etc.; untouched, γῆ, νομή, Pl.Criti. 111b, Arist.HA 575b3; unalloyed,ἡδοναί Epicur.Sent.12
.2 of persons, pure in blood, E.Ph. 943.II unharmed, unravaged,ἀ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν Hdt.3.146
;γῆ Th.2.18
;χώρα D.1.28
; δύναμις, of an army, in full force, Th.3.3; of troops, fresh, X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, etc.; of property, untouched,οὐσία D.44.23
; ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀ. IG3.1418f; of a person, Persae.Stoic.1.99.2 metaph., pure, inviolate,ἀκέραιον ὡς σῴσαιμι Μενέλεῳ λέχος E.Hel.48
; [τέχνη] ἀβλαβὴς καὶ ἀ. Pl. R. 342b; complete, perfect,φαντασίαι Phld.D.3.8
;ἐλπίς Plb.6.9.3
;ὁρμαί Id.1.45.2
.3 of persons, uncontaminated, guileless, E.Or. 922; incorruptible,κριτής D.H.7.4
: c. gen.,ἀ. κακῶν ἠθῶν Pl.R. 409a
, cf. Men.Epit. 489; unprejudiced, with an open mind, Plb.21.31.12.4 ἐξ ἀκεραίου anew, Id.23.4.10; while matters are undecided, Idd.6.24.9; ἀκέραιον ἐᾶν leave alone, Id.2.2.10; εἰς -ον ἀποκαθιστάναι, = Lat. in integrum restituere, IG14.951. Adv. - ως, of payment, in full, Cic. Att.15.21.2; unreservedly, Phld.Lib. p.57O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέραιος
-
13 ἀκέραιος
ἀ-κέραιος, ungemischt sein; in ursprünglicher Reinheit und Vollständigkeit, unversehrt, integer; nicht verwüstet; noch nicht ermüdet; frisch, die noch nicht im Kampf gewesen; adv. unversehrt -
14 ακέραιος
1) integral2) wholeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακέραιος
-
15 tamsayı
ακέραιος -
16 integral
ακέραιος -
17 целый
επ., βρ: цел, цела, цело.1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.
|| πλήρης, γεμάτος•целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.
2. ολάκερος, ολόκληρος•-ая жизнь ολάκερη ζωή•
-ая семья ολόκληρη οικογένεια•
целый город ολόκληρη πόλη•
час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•
-ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•
-ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•
это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•
в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.
3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•единое -ое ενιαίο όλο.
4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•
все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.
5. (μαθ.) ακέραιος•-ое число ο ακέραιος αριθμός.
ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).εκφρ.целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής. -
18 ακεραιότερον
ἀκέραιοςpure: adverbial compἀκέραιοςpure: masc acc comp sgἀκέραιοςpure: neut nom /voc /acc comp sg -
19 ἀκεραιότερον
ἀκέραιοςpure: adverbial compἀκέραιοςpure: masc acc comp sgἀκέραιοςpure: neut nom /voc /acc comp sg -
20 ακραιφνης
2(= ἀκέραιος См. ακεραιος)1) несмешанный, чистый(αἷμα Eur.; ὕδωρ Arph.)
2) нетронутый, невредимый(νῆες Thuc.)
ἀ. συμμαχία Thuc. — ненарушенный военный союз;ἀ. τῶν κατηπειλημένων Soph. — нимало не пострадавший от угроз;ἀ. ὄρεξις Plut. — хороший аппетит3) полнейший, крайний(πενίη Anth.)
См. также в других словарях:
ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκέραιος — pure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ἀκεραιότερον — ἀκέραιος pure adverbial comp ἀκέραιος pure masc acc comp sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιοτάτων — ἀκέραιος pure fem gen superl pl ἀκέραιος pure masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιοτέραις — ἀκέραιος pure fem dat comp pl ἀκεραιοτέρᾱͅς , ἀκέραιος pure fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιοτέρων — ἀκέραιος pure fem gen comp pl ἀκέραιος pure masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραίως — ἀκέραιος pure adverbial ἀκέραιος pure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέραιον — ἀκέραιος pure masc/fem acc sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek
ἀκεραιοτάτης — ἀκέραιος pure fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)