-
1 ακαταστατος
2непостоянный, неустойчивый, изменчивый(ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα Dem.; πνεύματα Arst.; μειράκιον Polyb.; ἐπιθυμία Plut.)
-
2 ἀκατάστατος
{прил., 1}непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый (Иак. 1:8).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκατάστατος
-
3 ακατάστατος
{прил., 1}непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый (Иак. 1:8).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακατάστατος
-
4 ακατάστατος
-
5 ἀκατάστατος
непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκατάστατος
-
6 ἀκατάστατος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκατάστατος
-
7 ακατάστατος
[акатастатос] επ неустойчивый, беспорядочный. -
8 καιρός
ο1) время;χάνω καιρό — терять время;
χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;
μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;
2) удобный случай, подходящий момент, пора;εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;
βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;
3) пора расцвета, созревания;είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;
4) погода;ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;
κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;
εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;
5) время, времена; эпоха, эра;καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;
στον παληό καιρό — в старые времена;
§ θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;
περνώ τον καιρό μου — проводить время;
έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;
καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);
είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;
μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);
από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;
με τον καιρό — со временем;
προ καιρου — давно;
πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;
από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;
κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;
εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;
γνά πολύν καιρό — надолго;
τον καιρός πού... — в то время как...;
τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);
καιρός ήτανε — давно бы так;
ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;
κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;
ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;
έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам
-
9 182
{прил., 1}непостоянный, неустойчивый, нетвердый, шаткий, изменчивый (Иак. 1:8).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 182
См. также в других словарях:
ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)