-
1 raison
αιτία -
2 przyczyna
αιτία -
3 rozsądek
αιτία -
4 neden
αιτία, αίτιο, ελατήριο, (gerekce) αφορμή -
5 sebep
αιτία, λόγος, αίτιο, αφορμή, επαγωγή -
6 причина
-ы θ.αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•
причина войны αιτία πολέμου•
расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•
смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•
причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•
по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•
по той -е, что... για το λόγο ότι•
скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•
неосновательная причина αβάσιμη αιτία•
по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•
уважительная причина σοβαρός λόγος•
без -ы αναίτια•
по -е παλ. ένεκα τούτου.
-
7 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
8 причина
причин||аж ἡ αίτία, τό αίτιον, ἡ ἀφορμή/ ὁ λόγος (основание):уважительная \причина ἡ σοβαρή αίτία· по \причинае ἐξ ἀΙτίας· по какой \причинае? γιά πιό λόγο;· без \причинаы χωρίς αίτία, χωρίς λόγο· по той или иной \причинае γιά κάποιο λόγο. -
9 причина
1. (мотив, основание) о λόγ/ος, η αφορμήбез - ы χωρίς - ο, χωρίς αιτίαглавная - βασικός -, κύριος -2. (фактор, вызывающий определённое последствие) η αιτία, το αίτιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > причина
-
10 мотив
-
11 основание
основание с 1) (действие) η θεμελίωση, η ίδρυση 2) (причина) о λόγος, η αιτία 3) (основа) η βάση 4) (фундамент) το θεμέλιο* * *с1) ( действие) η θεμελίωση, η ίδρυση2) ( причина) ο λόγος, η αιτία3) ( основа) η βάση4) ( фундамент) το θεμέλιο -
12 первоначальный
первоначальный αρχικός, στοιχειώδης· \первоначальныйая причина η πρώτη αιτία* * *αρχικός, στοιχειώδηςпервонача́льная причи́на — η πρώτη αιτία
-
13 причина
причина ж η αιτία, ο λόγος· по \причинае... εξαιτίας...· по уважительной \причинае για σοβαρούς λόγους* * *жη αιτία, ο λόγοςпо причи́не… — εξαιτίας…
по уважи́тельной причи́не — για σοβαρούς λόγους
-
14 подоснова
-ы θ.1. υπόβαση, υπόβαθρο.2. μτφ. βασική, κύρια αιτία•вскрыть -у событий αποκαλύπτω την κύρια (πραγματική) αιτία των γεγονότων.
-
15 почему
επίρ. κ. υποτακτ. σύνδ. γιατί, για ποιο λόγο, για ποια αιτία•почему он не приходит? γιατί αυτός δεν έρχεται;•
вот почему это я сделал να γιατί το έκανα αυτό.
|| γι αυτόν το λόγο, γι αυτήν την αιτία•- и не писал αυτός ξέχασε τη διεύθυνση, γι αυτό και δεν έγραφε.εκφρ.почему вы знаете? – από που ξέρετε; πως ξέρετε; -
16 почему-либо
επίρ.από κάποια αιτία, για κάποια αιτία, για κάποιο λόγο. -
17 явить
явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.
1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•
вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•
явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.
2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.3. γίνομαι αιτία•простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.
|| είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
-лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•
ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•
-лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.
-
18 вина
1. (проступок) το σφάλματο φταίξιμο2. юр. η ενοχή 3. (причина) η αιτία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вина
-
19 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
20 мотив
1. (побудительная причина, основание, повод, довод) η αφορμή, η πρόφαση, η αιτία, το κίνητρο 2. литер. η ιδέα, το σχέδιο 3. муз. о σκοπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мотив
См. также в других словарях:
αἰτία — αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίᾳ — αἰτίᾱͅ , αἴτιος culpable fem dat sg (attic doric aeolic) αἰτίαι , αἰτία responsibility fem nom/voc pl αἰτίᾱͅ , αἰτία responsibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιτία — η ο λόγος για τον οποίο γίνεται κάτι: Δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία. – Η αιτία της αποχώρησής μου ήταν άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιᾷ — αἰτιάομαι accuse pres subj mp 2nd sg αἰτιάομαι accuse pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτια — αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αἰτίας — αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem acc pl αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem acc pl αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθείσας — αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (attic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθέντα — αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc acc sg (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιασαμένων — αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc/neut gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (doric aeolic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)