-
1 αγροτικός
η, ό[ν]1) сельский, крестьянский;πληθυσμός — сельское население;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство, крестьянский двор;
αγροτικό κίνημα — крестьянское движение;
2) сельскохозяйственный; аграрный;αγροτική Τράπεζα — сельскохозяйственный банк;
αγροτική οικονομία — сельское хозяйство;
αγροτική χώρα (μεταρρύθμιση) — аграрная страна (реформа);
αγροτικό ζήτημα — аграрный вопрос;
3) полевой;αγροτικές εργασίες — полевые работы
-
2 крестьянский
επ.αγροτικός•крестьянский вопрос αγροτικό ζήτημα•
-ое движение αγροτικό κίνημα•
-ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα•
- ое хозяйство ή крестьянский двор αγροτικό νοικοκυριό.
-
3 крестьянский
крестьян||скийприл ἀγροτικός:\крестьянскийское хозяйство, \крестьянскийский двор τό ἀγροτικό νοικοκυριό· \крестьянскийское движение τό ἀγροτικό κίνημα. -
4 жижеразбрасыватель
с.-х. το (αγροτικό) μηχάνημα-ψεκαστήρας κόπρωνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жижеразбрасыватель
-
5 интернатура
η περίοδος που ο ιατρός αρχίζει να εξασκεί το επάγγελμα του και εκπαιδεύεται στο νοσοκομείοη (υποχρεωτική) ιατρική πρακτική εξάσκηση (μετά την ιατρική σχολή)разг. το αγροτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интернатура
-
6 пикап
(автомобиль с открытым кузовом для перевозки грузов и пассажиров) το ημιφορτηγό (αγροτικό) αυτοκίνητο (μεταφοράς επιβατών και φορτίου), το πικάπ (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пикап
-
7 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт
-
8 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
9 аграрный
аграрн||ыйприл ἀγροτικός:\аграрныйая страна ἡ ἀγροτική χώρα; \аграрныйая реформа ἡ ἀγροτική μεταρρύθμιση; \аграрный вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα. -
10 вопрос
вопросм1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι. -
11 двор
дворя1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω. -
12 маломощиый
маломо́щи́||ыйприл ὀλιγοδύναμος, μικρβς ἰσχύος / φτωχός (бедный):\маломощиыйое крестьянское хозяйство τό φτωχό ἀγροτικό νοικοκυριό· \маломощиый двигатель κινητήρας μικράς ίσχύος. -
13 хозяйство
хозяйствос1. ἡ οίκονομία:мировое \хозяйство ἡ παγκόσμια οίκονομία· плановое \хозяйство ἡ σχεδιασμένη οίκονομία· народное \хозяйство ἡ ἐθνική (или ἡ λαϊκή) οίκονομία· сельское \хозяйство ἡ ἀγροτική οίκονομία· натуральное \хозяйство ἡ φυσική οίκονομία· зерновое \хозяйство ἡ καλλιέργεια σιτηρών2. (домашнее) τό νοικοκυριό·3. (в деревне) τό ἀγροτικό νοικοκυριό,· ἡ ἀγροτική ἰδιοκτησία:единоличное \хозяйство τό ἀτομικό νοικοκυριό· коллективное \хозяйство ὁ συνεταιρισμός, τό κολχόζ·4. (инвентарь) τά ἐργαλεία, τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα:\хозяйство артели τά σύνεργα τοῦ συνεταιρισμοί). -
14 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному -
15 νοικοκυριό
το хозяйство; домашнее хозяйство;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство;
αποχτάω ( — или κάνω) νοικοκυριό — обзаводиться хозяйством;
ασχολούμαι με το νοικοκυριό — заниматься хозяйством, хозяйничать, хлопотать по дому;
δεν κάνει αυτή γιά νοικοκυριό — она плохая хозяйка
-
16 аграрный
επ.αγροτικός•аграрный вопрос αγροτικό ζήτημα•
-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση.
-
17 движение
-я ουδ.1. κίνηση•вращательное движение περιστροφική κίνηση•
ритмическое движение ρυθμική κίνηση•
поступательное движение βαθμιαία κίνηση•
прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•
нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•
вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•
равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•
колебательное движение παλμική κίνηση•
резкое движение απότομη κίνηση.
|| κυκλοφορία•движение поездов η κίνηση των τραίνων•
трамвайное движение κίνηση των τραμ•
правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•
товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•
естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.
2. κίνημα•революционное движение επαναστατικό κίνημα•
движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•
национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•
забастовочное движение απεργιακό κίνημα•
движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•
аграрное движение αγροτικό κίνημα•
рабочее движение εργατικό κίνημα.
3. αύξηση, προσαύξηση•движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.
-
18 двор
двор 1-а α.1. αυλή, προαύλιο•играть во -е παίζω στην αυλή•
задний двор οπισθαύλιο.
2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.3. σταυλος•скотный двор κτηνοστάσιο•
птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.
εκφρ.ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•на -е – έξω (στην αυλή)•ко -ам ή по -ам – παλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•со -а – παλ. από το σπίτι•на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.двор 2-а α. Αυλή•царский двор η τσαρική Αυλή.
-
19 дровни
-ей к. -ей πλθ. έλκυθρο (αγροτικό χωρίς αμάξωμα). -
20 землеустройство
-а ουδ.αγροτικό σύστημα διακανονισμού της γης (χωροταξία).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του … Dictionary of Greek
Αγροτικό Ορφανοτροφείο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek